From wetland to fields to …wetland?

ΑΠΟ ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ ΧΩΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΧΩΡΑΦΙΑ …ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ;

 

 

 

Η λίμνη Κάρλα ή Βοιβηίς, όπως ήταν το αρχαίο της όνομα, βρισκόταν στο νοτιοανατολικό άκρο του κάμπου της Λάρισας, στους πρόποδες του όρους Μαυροβούνι. Τα όριά της προς τα δυτικά ήταν ασαφή, καθώς η έκτασή της μεταβαλλόταν ανάλογα με τις χειμωνιάτικες βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες του Πηνειού.

Ως μέγιστη έκταση καταγράφονται 180.000 στρέμματα τον πολύ βροχερό χειμώνα του 1920-1921 και δεύτερη μεγαλύτερη 145.000 στρέμματα με τις πλημμύρες του 1930-1931. Μετά την κατασκευή αντιπλημμυρικών αναχωμάτων στον Πηνειό το 1940 η έκταση της λίμνης κυμαινόταν μεταξύ 40.000 και 110.000 στρεμμάτων.

Περίπου 1.000 οικογένειες ζούσαν γύρω της, ψαρεύοντας και πλέκοντας καλάθια από τα ανεξάντλητα ψαθιά της, κυνηγώντας τα πουλιά και καλλιεργώντας μικρά χωράφια στις όχθες της, ενώ στην περιοχή υπολογίζεται ότι εκτρέφονταν περίπου 10.000 ζώα.

Αν και τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι αποσπασματικά και ελλειπή, δείχνουν πως η Κάρλα ήταν ένας εξαιρετικός υγρότοπος. Οι εκτεταμένες ρηχές περιοχές στα όρια της λίμνης φιλοξενούσαν τεράστιους αριθμούς από υδρόβια, παρυδάτια και καλοβατικά πουλιά. Γνωρίζουμε ότι το χειμώνα 1945-46 μετρήθηκαν εκεί πάνω από 10.000 «γκρίζες» χήνες, ότι αναπαράγωνταν πελεκάνοι και ότι, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ήταν μια από τις ελάχιστες περιοχές της Ευρώπης που φώλιαζαν σε μικρή απόσταση και τα τρία είδη μεγάλων αετών (χρυσαετός, θαλασσαετός, βασιλαετός). Στην περιοχή υπήρχαν όρνια, ασπροπάρηδες, ακόμα και μαυρόγυπες, και οι ωτίδες ήταν κοινές στον κάμπο. Κατά τη μόνη επίσκεψη στο πλαίσιο του διεθνούς προγράμματος «Μεσοχειμωνιάτικων Μετρήσεων Υδρόβιων Πουλιών», το 1964 (όταν μάλιστα είχαν αρχίσει τα έργα αποξήρανσης), οι Hoffmann, Olney και Swift κατέγραψαν εκεί 435.000 παπιά και φαλαρίδες. Σημειώστε ότι ο αριθμός αυτός είναι ίσος ή και μεγαλύτερος από το μέσο όρο των μετρήσεων για ολόκληρη την Ελλάδα τις δύο τελευταίες δεκαετίες! Οι ερευνητές αναφέρουν μάλιστα ότι οι τεράστιοι αυτοί πληθυσμοί μάλλον σχετίζονταν με τα ρηχά νερά, γεγονός απόλυτα τεκμηριωμένο σήμερα, όχι όμως και τότε. Οι 10.000 κορμοράνοι και 2.000 λαγγόνες που επίσης αναφέρονται ήταν αριθμός μοναδικός για την Ελλάδα. Τουλάχιστον 55 από τα είδη που είχαν καταγραφεί εκεί περιλαμβάνονται σήμερα στην Οδηγία 72/409/ΕΟΚ για τα πουλιά ενώ, αν η λίμνη δεν είχε αποστραγγιστεί, σίγουρα θα είχε περιληφθεί στον εθνικό κατάλογο της Σύμβασης Ραμσάρ.

Η ιστορία της Κάρλας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης των ελληνικών υγροτόπων μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και της προχειρότητας με την οποία διαχρονικά αντιμετώπισε (και ίσως αντιμετωπίζει ακόμα) τα θέματα των υδάτινων πόρων το ελληνικό δημόσιο.

Την εποχή εκείνη η ανάγκη για γεωργική γη, για έλεγχο των πλημμυρών και για καταπολέμηση της ελονοσίας, σε χρόνο μάλιστα που έννοιες όπως «προστασία των φυσικών πόρων» και «αειφόρος διαχείριση» δεν υπήρχαν ούτε καν ως ιδέες, οδήγησε σε εκτεταμένες αποξηράνσεις. Αν και τα διαθέσιμα στοιχεία είναι λιγοστά, εκτιμάται ότι μεταξύ 1920-1980 χάθηκαν 3.000.000 στρέμματα υγροτοπικών ενδιαιτημάτων στην ηπειρωτική χώρα, ή περίπου το 61% της συνολικής έκτασης υγροτόπων. Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 33% στην Πελοπόννησο, μέχρι και 95% στη Θεσσαλία όπου απομένουν σήμερα λιγότερα από 15.000 στρέμματα. Κάποιοι υγρότοποι αποστραγγίστηκαν τελείως, όπως η Κωπαΐδα, η λίμνη του Αχινού και τα έλη των Γιαννιτσών, ενώ αυτοί που απομένουν σήμερα στη Στερεά Ελλάδα, Μακεδονία, Ήπειρο και Θράκη απώλεσαν σημαντικά τμήματά τους – το 64%, το 73%, το 40% και το 57% της αρχικής έκτασής τους αντίστοιχα. Αν συνυπολογιστούν και τα υγροτοπικά ενδιαιτήματα που χάθηκαν από αντιπλημμυρικά έργα, καταστροφή υδροχαρών δασών και αρδευτικά έργα κατά μήκος ποταμών, η συνολική απώλεια μπορεί να φτάνει και τα 10.000.000 στρέμματα.

Οι μελέτες για την πλήρη αξιοποίηση της πεδιάδας της Λάρισας, που περιλάμβαναν μερική ή ολική αποστράγγιση της Κάρλας, είχαν αρχίσει ήδη από το 1887. Τελικά τα έργα για την αποξήρανση ξεκίνησαν το 1962 με βάση της μελέτη Παπαδάκη του 1953. Κατασκευάστηκε σήραγγα διαμέτρου 10 μέτρων που οδηγεί τα νερά στον Παγασητικό κόλπο και δίκτυο στραγγιστικών τάφρων, δρόμων κ.λπ. σε έκταση 185.000 στρεμμάτων. Αν και η μελέτη προέβλεπε αποστράγγιση μέρους μόνο της λίμνης και δημιουργία ταμιευτήρα για άρδευση με κατασκευή αναχώματος στη δυτική πλευρά, το τμήμα αυτό ανγοήθηκε και η λίμνη αποξηράνθηκε τελείως. Φαίνεται πως επικράτησαν οι πολιτικές σκοπιμότητες (παραχώρηση κλήρων για εκμετάλλευση στου ντόπιους) και η ανάγκη περιορισμού του κόστους που θα απαιτούσε το σύνολο του έργου.

Τα αποτελέσματα, φυσικά, δεν ήταν τα αναμενόμενα. Πέρα από την πλήρη καταστροφή του υγροτόπου, η εντατικοποίηση της γεωργίας αύξησε τις αρδευτικές απαιτήσεις ενώ το διαθέσιμο νερό ήταν πολύ λιγότερο. Οι ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις αλλά και ο περιορισμός του εμπλουτισμού του υπόγειου υδροφορεα με την απομάκρυνση της επιφανειακής απορροής προς τη θάλασσα, οδήγησαν σε συνεχή πτώση της υπόγειας στάθμης και κίνδυνο υφαλμύρωσής του. Παράλληλα η μικρή διατομή της σήραγγας δεν επέτρεπε την πλήρη απομάκρυνση των υδάτων το χειμώνα, με αποτέλεσμα περιοδική κατάκλυση των χαμηλότερων εκτάσεων. Χρειάστηκε μάλιστα να γίνουν και συμπληρωματικά αντιπλημμυρικά και στραγγιστικά έργα το 1977. Επίσης αυξήθηκε σημαντικά η χρήση των αγροχημικών, ενώ μέρος των προβλημάτων ρύπανσης του Παγασητικού αποδίδεται στα μεταφερόμενα από την Κάρλα ύδατα.

Οι κοινωνικές αναταράξεις ήταν επίσης μεγάλες, καθώς οι σχετικές μελέτες ήταν καθαρά τεχνικές και δεν ασχολήθηκαν με τις πιθανές επιπτώσεις στον πληθυσμό ενώ αγνόησαν και τις ιδιαίτερες συνθήκες του τόπου. Η νέα καλλιεργήσιμη γη καταπατήθηκε από τους μεγαλοϊδιοκτήτες των παρακείμενων εκτάσεων, οι οποίοι συχνά κατοχύρωσαν (με τους …γνωστούς τρόπους) και τίτλους ιδιοκτησίας. Οι ακτήμονες δεν έλαβαν μερίδιο γης με αποτέλεσμα έντονες αντιπαραθέσεις, ενώ υπήρξε ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα, κυρίως των πρώην ψαράδων, και συρρίκνωση των γειτονικών χωριών. Ο νόμος 1341/83 προσπάθησε να ρυθμίσει τα θέματα ιδιοκτησίας υπέρ των μικροϊδιοκτητών και ακτημόνων, υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ακόμα εκκρεμούν.

Το 1977 παρουσιάστηκε η πρώτη μελέτη επαναπλημμυρισμού της Κάρλας και ακολούθησαν, κατά την πάγια τακτική, πολλές άλλες που εξέταζαν την δημιουργία ενός μεγάλου ταμιευτήρα ή δεκάδων μικρότερων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μάλιστα, η ανάπλαση της Κάρλας συνδέθηκε και με τη μεταφορά των υδάτων του Αχελώου στη Θεσσαλία. Κάπου στα ψιλά γράμματα υπήρχαν αόριστες αναφορές στα «… περιβαλλοντικά λάθη του παρελθόντος».

Μπροστά όμως στην απόλυτη άρνηση των υπηρεσιών της ΕΕ να χρηματοδοτήσουν ταμιευτήρες και αρδευτικά δίκτυα το έργο παρουσιάστηκε ως περιβαλλοντικό (γνωστή τακτική του αρμόδιου υπουργείου), με υποτιθέμενο στόχο την αποκατάσταση και διατήρηση των υγροτοπικών λειτουργιών. Και ως τέτοιο εγκρίθηκε, με προϋπολογισμό 246 εκατομμυρίων ευρώ, από το «Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Περιβάλλον» (ΕΠΠΕΡ). Φυσικά, απώτερος στόχος ήταν πάντα η αντιπλημμυρική προστασία και η άρδευση, ο δε σχεδιασμός για την αποκατάσταση ενδιαιτημάτων και τη στήριξη της βιοποικιλότητας ήταν ελάχιστος (συχνά μάλιστα χάρη σε αυθαίρετες πρωτοβουλίες των επιστημονικών συμβούλων που συνέταξαν τις μελέτες).

Όταν όμως το 2009 άρχισε η λεκάνη της Κάρλας να πλημμυρίζει, τα πουλιά λες και ανέσυραν την ύπαρξή της από τη συλλογική τους μνήμη. Καταγραφές το 2009 και 2010 έδειξαν πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις κατά τις μεταναστευτικές περιόδους, αλλά και αναπαραγωγή ερωδιών, παπιών και άλλων υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών, μεταξύ τους και πολλών σπάνιων και προστατευόμενων ειδών, σε μεγάλους αριθμούς.

Η Κάρλα ξανάγινε υγρότοπος σχεδόν μέσα σε μια χρονιά! Και μάλιστα πληροί όλα τα αριθμητικά κριτήρια για να περιληφθεί στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας του δικτύου Natura 2000 αλλά και να ενταχθεί στους υγρότοπους της Σύμβασης Ραμσάρ.

Το ζητούμενο πλέον είναι αν θα παραμείνει υγρότοπος ή θα μεταβληθεί σε στείρο ταμιευτήρα. Η πρόθεση των αρμοδίων φορέων είναι, φυσικά, να γεμίσουν τη λίμνη σε μεγάλο βάθος ώστε να υπάρχει νερό για άρδευση. Προγραμματίζεται επίσης η κατασκευή κωπηλατοδρομίου για τους Μεσογειακούς Αγώνες του 2013 που θα φιλοξενήσουν από κοινού ο Βόλος και η Λάρισα, για την περαιτέρω «ανάπτυξη» της περιοχής. Αυτό το έργο θα καταστρέψει μεγάλη έκταση ενδιαιτημάτων στην περιφέρεια του υγρότοπου ενώ έχουμε πια παραδείγματα ότι τέτοιες κατασκευές έχουν πολύ μικρή χρησιμότητα στο μέλλον και συνήθως παραδίδονται στην τύχη.

Με αυτά τα δεδομένα, απαιτείται άμεσα σχέδιο για τη σωστή, πολύπλευρη διαχείριση των υδάτων, αλλά και της παρακάρλιας ζώνης γενικότερα, με κύριο στόχο τη διατήρηση των ρηχών περιοχών. Ο Φορέας Διαχείρισης θα πρέπει να πιέσει το αρμόδιο υπουργείο και τις σχετικές υπηρεσίες για να πετύχει το έργο της Κάρλας το στόχο που τέθηκε στις προδιαγραφές του και για τον οποίο φαίνεται ότι έγινε.

Την περιβαλλοντική αποκατάσταση.