The first report on the state of the world’s plants

Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ

Τον περασμένο Απρίλιο δημοσιοποιήθηκε, από τον Βασιλικό Βοτανικό Κήπο στο Kew του Ηνωμένου Βασιλείου (εφ’ εξής Kew), η πρωτη έκθεση για την κατάσταση των ανώτερων φυτών του πλανήτη. Μια μεγάλη ομάδα ερευνητών ανασκόπησε την δημοσιευμένη βιβλιογραφία, ανέτρεξε σε δημοσιεύσεις και βάσεις δεδομένων και συνέθεσε τις διαθέσιμες πληροφορίες για την παγκόσμια χλωρίδα.

Σύμφωνα με την έκθεση, σήμερα είναι γνωστά περίπου 391.000 είδη ανώτερων φυτών από τα οποία περίπου 370.000 είναι Αγγειόσπερμα[1]. Οι ερευνητές κατέληξαν σε αυτούς τους αριθμούς μετά από ενδελεχή αξιολόγηση των διεθνών βάσεων δεδομένων για τα ονόματα φυτών, συγκερκιμένα των:

«International Plant Names Index» (IPNI, http://www.ipni.org), που περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τα ονόματα των γνωστών ανώτερων φυτών, καθώς και τα συνώνυμά τους. Συνολικά περιλαμβάνει 1.065.235 ονόματα, με αντιστοιχία, κατά μέσο όρο 2,7 ονομάτων ανά είδος.

«World Checklist of Selected Plant families» (WCSP, http://apps.kew.org/wcsp/), που ως τώρα περιλαμβάνει τα αποδεκτά ονόματα και την παγκόσμια κατανομή για περίπου 33% των ειδών του IPNI, ενώ ακόμη 30% βρίσκεται σε τελικό στάδιο δημοσίευσης.

«The Plant List» (TPL, http://www.theplantlist.org/), που περιλαμβάνει ονόματα όλων των γνωστών ανώτερων φυτών, καθώς και κάποιων βρυοφύτων, χωρίς όμως να υπάρχει απόλυτη ταύτιση των αποδεκτών ονομάτων και συνωνύμων για όλα τα είδη (ταύτιση για το 75%).

Το πρόβλημα των πολλαπλών ονομάτων/συνωνύμων για τα είδη φυτών είναι μεγάλο, ιδιαίτερα σε κάποιες οκογένειες όπως τα ορχεοειδή, και είναι συχνα πολύ δύσκολο να καταλήξει η επιστημονική κοινότητα σε κοινά αποδεκτό όνομα. Στο IPNI, για παράδειγμα, καταχωρούνται, κατά μέσο όρο, περίπου 6.000 νέα ονοματα ετησίως την τελευταία δεκαετία, από τα οποία τα μισά είναι νέα για την επιστήμη και τα άλλα μισά συνώνυμα. Επίσης δεν υπάρχει ακόμη κάποια βάση δεδομένων που να ταυτίζει αναμφισβήτητα όλα τα επιστημονικά ονόματα με αναγνωρισμένα είδη φυτών. Για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα το Kew ετοιμάζει τη «Διαδικτυακή Πύλη για τα Φυτά του Πλανήτη» (Plants of the World Online Portal – POWOP), που θα συνθέτει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για κάθε είδος, και αναμένεται να παρουσιαστεί στο τέλος του 2016. Η αδυναμία απόλυτης ταυτοποίησης ειδών έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία σε ότι αφορά την αναγνώριση παραγώγων τους και τον έλεγχο της παράνομης εμπορίας τους.

Οι χώρες που έχουν καταχωρήσει τα περισσότερα νέα είδη μεταξύ 2006-2015 είναι η Βραζιλία (2.220 είδη), η Αυστραλία (1.648) και η Κίνα (1.537), ενώ ακολοθούν η Κολομβία (1.002), ο Ισημερινός (977), το Μεξικό (970), το Περού (834), η Μαλαισία (748), και η Νότια Αφρική (641). Το 2015 καταχωρήθηκαν 2.034 νέα είδη, κάποια από τα οποία έχουν πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες.

Το μεγαλύτερο και βαρύτερο είδος είναι το Gilbertiodendron maximum, ένα δένδρο ενδημικό στα τροπικά δάση βροχής του Γκαμπόν στην κεντρική Αφρική, που φτάνει τα 45 μ. ύψος, το 1.5 μ. σε διάμετρο και ξεπρνά τους 105 τόννους σε βάρος. Ήδη όμως θεωρείται κρισίμως κινδυνεύον. Τεράστια είναι και η Drosera magnifica, ένα εντομοφάγο είδος που φτάνει το 1.5 μ. σε ύψος, ιδιαίτερα αν τη συγκρίνουμε με τις δικές μας Drosera που δεν ξεπερνούν τα λίγα εκατοστα σε ύψος. Είναι γνωστή από μία μόνο θέση, σε κάποια βουνοκορφή στην πολιτεία Minas Gerais της νοτιονατολικής Βραζιλίας και ανακαλύφθηκε αρχικά στο… Facebook, όταν ένας ειδικός στα εντομοφάγα φυτά εντόπισε φωτογραφίες που είχε τραβήξει κάποια χρόνια νωρίτερα ένας κυνηγός ορχιδεών. Μεγάλη, με ύψος που φτάνει τα 3 μ., είναι επίσης και η ορχιδέα της νότιας Αμερικής Selenipedium dodsonii, που εντοπίστηκε από δείγματα κατά τη διαδικασία προετιμασίας ενός βιβλίου για την υποοικογένεια Cypripedioideae.

Η ορχιδέα Dendrobium cynthiae ανακαλύφθηκε όταν ένας καλλιεργητής ορχεοειδών στις ΗΠΑ την αγόρασε από κάποιον έμπορο. Η χώρα προέλευσης του φυτού είναι ακόμα άγνωστη, εικάζεται όμως ότι είναι η Νέα Γουινέα. Στη νοτιοανατολική Ασία καταγράφηκαν επίσης 90 νέα είδη του γένους Begonia, τα 15 από μία μόνο περιοχή στη Σουμάτρα.

Το μικρότερο φυτό που καταχωρήθηκε το 2015, η Ledermaniella lunda με ύψος μόλις 3-4 mm, ανήκει σε μια στενά εξειδικευμένη οικογένεια που απαντάται μόνο σε καταρράκτες με καθαρά νερά και εκτιμάται ότι έχει ήδη εξαφανιστεί. Στη μόνη γνωστή θέση παρουσίας του στην Ανγκόλα ήδη κατασκευάζεται μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα, και η εξόρυξη διαμαντιών στην περιοχή έχει ρυπάνει ανεπανόρθωτα τα νερά του ποταμού. Και η Tarenna agnata, είδος της οικογένεια του καφεόδενδρου (Rubiaceae), εκτιμάται ότι έχει ήδη εξαφανιστεί, αφού κανείς δεν την έχει δει τα τελευταία 50 χρόνια. Εντοπίστηκε από δείγματα σε ερμπάρειο και τα ξηροθερμικά δάση στην Γκάνα και την Ακτή του Ελεφαντοστού που είναι το ενδιαίτημά του έχουν ήδη καταστραφεί από πυρκαγιές ή έχουν μετατραπεί σε γεωργική γη.

Η έρευνα για τη φυλογενετική εξέλιξη των φυτών προχωρά ταχύτατα και βασιζεται πλέον κυρίως σε στοιχεία από τον προσδιορισμό της αλληλουχίας του DNA των διαφόρων ειδών. Η πιο πρόσφατη κατάταξη των Αγγειόσπερμων με βάση τα γενετικά δεδομένα αναγνωρίζει 416 Οικογένειες που κατατασονται σε 64 Τάξεις. Η αποσαφήνιση των φυλογενετικών σχέσων των φυτών μπορεί να επιταχύνει την ανακάλυψη νέων ειδών με πιθανά οφέλη για τον άνθρωπο (φαρμακευτική, διατροφική ή βιομηχανική χρήση) αλλά και να εξασφαλίσει τη διατροφική επάρκεια και την προστασία της βιοποικιλότητας.

Σήμερα υπάρχουν 139 είδη των οποίων έχει αποκωδικοπηθεί το πλήρες γονιδίωμα[2] (στην πλειονότητά τους, όπως είναι αναμενόμενο, καλλιεργίσιμα είδη) ποσοστό όμως μικρότερο από το 0,1% των ανώτερων φυτών. Υπάρχουν επίσης περίπου 107.000 είδη των οποίων έχει προσδιοριστεί η αλληλουχία τουλάχιστον ενός τμήματος του DNA τους. Για τα μισά από αυτά έχει προσδιοριστεί και τουλάχιστον ένας από τους γενετικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται στη φυλογενετική έρευνα. Με τις νέες τεχνολογίες (αλληλούχιση επόμενης γενεάς ή υψηλής απόδοσης) που έχουν σημαντικά χαμηλότερο κόστος αναμένεται ότι οι αριθμοί αυτοί θα αυξηθούν γοργά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία από 11 διεθνείς βάσεις δεδομένων περισσότερα από 30.000 (για την ακρίβεια 31.128) είδη φυτών είναι χρήσιμα στον άνθρωπο. Η πολυπληθέστερες κατηγορίες είναι τα φυτά με φαρμακευτικές χρήσεις (17.810 είδη) και τα φυτά που χρησιμοποιούνται ως υλικά (11.365), είτε για κατασκευές είτε για την παραγωγή ινών. Τα είδη που έχουν περιβαλλοντική χρησιμότητα (προστασία από διάβρωση, φιλτράρισμα ρύπων, κ.λπ.) φτάνουν τα 8.140, ενώ 5.538 είδη χρησιμοποιούνται για τη διατροφή ανθρώπων, 3.469 για ζωοτροφή και 583 για τη διατροφή εντόμων που είναι χρήσιμα στον άνθρωπο (μεταξοσκώληκες, μέλισσες, κ.ά.) ή χρησιμεύουν ως επικονιαστές. Στα γενετικά αποθέματα (για τη βελτίωση καλλιεργειών, κ.λπ.) κατατάσσονται 5.338 είδη, 2.503 είδη χρησιμοπούνται ως δηλητήρια και 1.621 ως καύσιμα ενώ, τέλος, 1.352 είδη έχουν κοινωνικές ή θρησκευτικές/τελετουργικές χρήσεις (καπνός, παραισθησιογόνα, κ.ά.).

Η έκθεση θέτει ως προτεραιότητα τον καθορισμό τον σημαντικότερων περιοχών για τα φυτά κάθε χώρας ώστε αυτές να προστατευθούν επαρκώς. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η οργάνωση Plantlife International[3] θέσπισε κριτήρια (τα οποία αναθεωρούνται φέτος) για τον καθορισμό των Σημαντικών Περιοχών για τα Φυτά – ΣΠΦ (Important Plant Areas – IPAs). Μέχρι τώρα έχουν οριοθετηθεί 1.771 ΣΠΦ, σε 16 χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, ενώ άλλες 69 χώρες έχουν ξεκινήσει την αρχική καταγραφή τους. Φέτος, το Κew ξεκινά μια εκστρατεία καταγραφής των ΣΠΦ σε τροπικές χώρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη χώρα στον κόσμο που ολοκλήρωσε την απογραφή των σημαντικών περιοχών της είναι η Τουρκία. Μια ομάδα 40 επιστημόνων από 20 πανεπιστήμια, υπό την καθοδήγηση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης και με τη βοήθεια του WWF-Τουρκία, εντόπισαν 122 ΣΠΦ και κατέγραψαν τις πιέσεις και την κατάσταση διατήρησής τους. Πέρσυ, με την υποστήριξη της Ολλανδικής οργάνωσης Rubicon Foundation, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο εθελοντών που παρακολουθεί τις περιοχές αυτές και τα είδη που φιλοξενουν.

Εξ’ ίσου σημαντική με την απογραφή είναι και η θέσπιση καθεστώτος προστασίας αυτών των περιοχών. Στις ευρωπαϊκές χώρες το 25% των ΣΠΦ δεν προστατεύεται, ενώ στις άλλες χώρες το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο.

Η κλιματική αλλαγή απειλεί τα φυτά καθώς θεωρείται ότι περισσότερο από το 10% των καλυμμένων με φυτά εκτάσεων του πλανήτη είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στα επακόλουθά της (μειωμένη βροχόπτωση, παρατεταμένες ξηρασίες, φαινόμενο Ελ Νίνιο, κ.λπ.). Ιδιαίτερα σημαντικές αναμένεται να είναι οι επιπτώσεις της σε πολλά διατροφικά είδη φυτών. Σχετικές μελέτες δείχνουν ότι σε κάποιες περιοχές της Γης, όπως η υποσαχάριος Αφρική, για να αποφευχθούν μεγάλες ελλείψεις τροφής η αντικατάσταση καλλιεργειών με είδη που θεωρούνται ανθεκτικά στην κλιματική αλλαγή θα πρέπει να ξεκινήσει μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Οι αλλαγές στις χρήσεις γης έχουν επηρεάσει σχεδόν το 75% της επιφάνειας το πλανήτη. Σε ότι αφορά τα 14 βιοσυστήματα[4] του πλανήτη, όλα έχουν χάσει φυτοκάλυψη. Το μεγλύτερο ποσοστό απώλειας παρατηρείται στα μαγγρόβια (25%) και τα τροπικά δάση κωνοφόρων (24%) και το μικρότερο (περίπου 10%) στους εύκρατους λειμώνες, σαβάνα και θαμνώνες και στις ερήμους και ξηροθερμικούς θαμώνες. Οι περιοχές που έχουν χάσει τις μεγαλύτερες εκτάσεις δασών μετά το 2000 είναι η νοτιονατολική Ασία, η Bραζιλία, η δυτική Αφρική, η ανατολική Ρωσία και τμήματα του Καναδά. Στα 10 βιοσυστήματα παρατηρείται επίσης μείωση της φυτικής παραγωγικότητας. Η αύξηση της παργωγικότητας στα υπόλοιπα 4, ιδιαίτερα στην τούνδρα, αποδίδεται στην επέκταση δένδρων και θάμνων βορειότερα λόγω αυξημένων θρμοκρασιών.

Μεγάλη είναι και η επίδραση των ξενικών ειδών αφού εκτιμάται ότι τουλάχιστον 13.168 είδη έχουν πλέον εγκατασταθεί εκτός της αρχικής τους κατανομής, οδηγώντας, σε πολλές περιπτώσεις, σε σημαντική απώλεια βιοποικιλότητας, ειδικά σε νησιωτικές περιοχές. Μεγάλο είναι και το οικονομικό κόστος των εισβολικών ειδών. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι για τον έλεγχο των ξενικών ειδών στη Μεγάλη Βρεττανία δαπανώνται πάνω από 1.7 δισ. λίρες ετησίως.

Σύμφωνα με την έκθεση, ένα στα πέντε φυτά απειλείται με εξαφάνιση, όμως τα κενά γνώσης και οι παρακτικές δυσκολίες έρευνας και εντοπισμού θέτουν αυτά τα στοιχεία υπό αμφισβήτηση. Για παράδειγμα, ενώ έχουν γίνει 20.167 μελέτες κινδύνου εξαφάνισης, αυτές αφορούν το 25% των φυτών που περιέχονται στον Κόκκινο Κατάλογο της IUCN και μόλις τo 5% των γνωστών ειδών. Ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση των πιθανών αιτίων εξαφάνισης των απειλούμενων ειδών του Κόκκινου Καταλόγου της IUCN. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τη γεωργία (απειλεί 31% των ειδών) και ακολουθούν η χρήση πόρων (ξύλευση, συλλογή) με 21,3%, η κατασκευή υποδομών (οικιστικές, τουριστικές, κ.λπ.) με 12.8%, οι αλλαγές στα φυσικά οικοσυστήματα (πυρκαγιές, κατασκευές φραγμάτων, κ.ά.) με 9.3% και τα εισβολικά είδη με 7,5%. Απρόσμενα, η κλιματική αλλαγή απειλεί μόνο το 4% των ειδών του Κόκκινου Καταλόγου[5].

Η αύξηση του πληθυσμού της Γης και η αυξανόμενη ζήτηση προϊόντων έχει οδηγήσει σε μεγέθυνση του διεθνούς εμπορίου φυτών και παραγώγων τους. Ο αγροτικος τομέας χρησιμοποιεί περίπου το 40% της διαθέσιμης επιφάνειας του πλανήτη, ο παγκόσμιος τζίρος του υπολογίζεται σε περισσότερα από 5 τρισ. δολάρια και η επέκτασή του επηρεάζει τα φυσικά οικοσυστήματα. Για παράδειγμα, η αυξανόμενη ζήτηση φοινικελαίου τα τελευταία 20 χρόνια έχει οδηγήσει σε αντικατάσταση μεγάλων εκτάσεων φυσικών δασών από καλλιέργειες φοινίκων (κυρίως Elaeis guineensis).

Αν και μεγάλο μέρος της ξυλείας που διακινείται διεθνώς προέρχεται από φυτείες, το μεγαλύτερο ποσοστό της ξυλείας από τροπικές περιοχές προέρχεται από φυσικά δάση (ο τζίρος του εμπορίου ξυλείας από τους τροπικούς έφτασε το 2014 τα 80 δισ. δολάρια). Η ζήτηση ξυλείας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (χρώμα, σκληρότητα, κ.λπ.), όπως τα κοκκινόξυλα[6], ωθεί την συστηματική, οργανωμένη παράνομη υλοτομία σε πολλές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Στη δυτική Αφρική ονομάζουν τα κοκκινόξυλα «ματωμένη ξυλεία» υποδηλώνοντας τη διασύνδεση των λαθροϋλοτόμων με κυκλώματα λαθροθηρίας και παράνομης διακίνησης ελεφαντοστού και διαμαντιών, ακόμα και με τοπικούς πολέμαρχους και συμμορίες.

Μεγέθυνση παρουσιάζει και η φυτοκομική «βιομηχανία», με παγκόσμιο τζίρο το 2015 γύρω στα 18 δισ. δολάρια. Αν και τα περισσότερα φυτά προέρχονται από καλλιέργειες, έχει αυξηθει πολύ η ζήτηση σπάνιων άγριων ειδών, ιδιαίτερα ορχεοειδών. Η ανεξέλεγκτη διαδικτυακή εμπορία και οι συχνά υψηλότατες τιμές συντηρούν την παράνομη συλλογή που έχει οδηγήσει πάρα πολλά είδη στο όριο της εξαφάνισης.

Το κύριο όπλο ενάντια στο παράνομο εμπόριο φυτών, και ζώων, (του οποίου ο τζίρος υπολογίζεται σε 8-20 δισ. ευρώ ετησίως) είναι η Σύμβαση CITES[7], τη οποίας τα τρία Παραρτήματα περιλαμβάνουν περισσότερα από 30.000 είδη φυτών με διαφορετικούς βαθμούς προστασίας. Ενδεικτικά, το 2015 στο αεροδρόμιο Heathrow του Λονδίνου (όπου φτάνουν σχεδόν 1.000 πτήσεις καθημερινά) έγιναν 385 κατασχέσεις φυτών ή παραγώγων τους. Από αυτές οι 287 αφορούσαν παραδοσιακά φάρμακα ή συμπληρώματα διατροφής, οι 46 ζωντανά φυτά, οι 26 τμήματα φυτών και άλλες 26 προϊόντα ξυλείας. Σχεδόν τα μισά (42%) από τα κατασχεθέντα είδη περιείχαν παράγωγα ορχιδεών, ιδιαίτερα τα συμπληρώματα διατροφής. Αν και τα συμπληρώματα διατροφής προέρχονταν κυρίως από τις ΗΠΑ, τα είδη που περιείχαν ήταν ασιατικής προέλευσης. Αυτό υποσημειώνει το τεράστιο πρόβλημα που δημιουργεί η παγοκσμιοποίηση του εμπορίου, αφού η συλλογή των παράνομων συστατικών και η παραγωγή του τελικού προϊόντος μπορεί να γίνεται σε διαφορετικές ηπείρους. Έτσι χρειάζονται αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου, αλλά και έρευνα για την δημιουργία βιοδεικτών που θα μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν τα είδη προέλευσης των παραγώγων.

Απόντος ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου, ερευνητές και εταιρείες από χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου δρούσαν συχνά ανεξέλεγκτα στις αναπτυσσόμενες χώρες, με αποτέλεσμα να κατηγορούνται για «βιοπειρατεία». Σε αρκετές περιπτώσεις δυτικές εταιρείες δημιούργησα προϊόντα με έρευνα βασισμένη στην «παραδοσιακή γνώση» τοπικών πληθυσμών φτωχότερων χωρών, κατοχύρωσαν τις σχετικές πατέντες και αποκόμισαν σημαντικά κέρδη, χωρίς να αποδώσουν οφέλη στους πληθυσμούς αυτούς. Το κενό στη Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα[8] σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης και καταμερισμού των οφελών από τη χρήση γενετικών πόρων και των σχετικών παραδοσιακών γνώσεων ήρθε να καλύψει το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια[9] με το οπίο ασχολείται το τελευταίο, και μικρότερο, κεφάλαιο της έκθεσης.

Μια και το χρονικό διάστημα από την ενεργοποίηση του Πρωτοκόλλου το 2014 είναι μικρό, λίγες χώρες έχουν προλάβει να διαμορφώσουν σχετική νομοθεσία για την πρόσβαση στους βιολογικούς πόρους. Χώρες που είναι «πάροχοι» βιοποικιλότητας, όπως η Αιθιοπία, η Κένυα, το Καμερούν, η Νότια Αφρική, η Ινδία, η Μαλαισία, το Περού, ο Ισημερινός η Κόστα Ρίκα, και το Βιετνάμ, ήδη προετοιμάζουν αυστηρότερους ελέγχους της πρόσβασης στους φυσικούς τους πόρους. Αν οι συμβαλλόμενες χώρες κατορθώσουν να εφαρμόσουν το Πρωτόκολλο και επιβάλλουν την τήρηση των προϋποθεσεών του θα υπάρξουν ισχυρά (οικονομικά) κίνητρα για να προστατεύσουν και να διατηρήσουν τη βιοποικιλότητά τους.

Όσοι ενδιαφέρεστε για περισότερες λεπτομέρειες, που δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε μια περίληψη λίγων σελίδων, μπορείτε να κατεβάσετε το πλήρες κείμενο από το: http://science.kew.org/strategic-output/state-worlds-plants.

 

Βιβλιογραφία

  1. Olson, D. M., et al. (2001). Terrestrial ecoregions of the world: a new map of life on earth: A new global map of terrestrial ecoregions provides an innovative tool for conserving biodiversity. BioScience 51 (11):933–938.

 

Σημειώσεις

 

[1] Τα Αγγειόσπερμα (Angiospermae) ή και Ανθόφυτα (επειδή παράγουν άνθη) είναι το μεγαλύτερο από τα δύο υποαθροίσματα των Σπερματοφύτων (το άλλο είναι τα Γυμνόσπερμα). Περιλαμβάνουν το 85% των φυτών που υπάρχουν στη γη, με 400 περίπου οικογένειες που κατανέμονται σε δύο βασικές κλάσεις, τα Δικοτυλήδονα και τα Μονοκοτυλήδονα.

[2] Θα τα βρείτε online στο http://www.ncbi.nlm.nih.gov/assembly/

[3] www.plantlife.org.uk

[4] Με τον όρο biome (βιοσύστημα) περιγράφονται οικοπεριοχές του πλανήτη που φιλοξενούν συγκεκριμένες φυσικές φυτοκοινωνίες και είδη. Οι Olson et. al.(1) περιγράφουν 14 βιοσυστήματα: Μαγγρόβια δαση. Βόρεια δάση και τάιγκα. Έρημοι και ξηροθερμικοί θαμώνες. Πλημμυριζόμενοι λειμώνες και σαβάνα. Μεσογειακά δάση και θαμνώνες. Ορεινοί λειμώνες και θαμνώνες. Εύκρατα δάση πλατυφύλλων και μικτά δάση. Εύκρατα δάση κωνοφόρων. Εύκρατοι λειμώνες, θαμνώνες και σαβάνα. Τροπικά και υποτροπικά δάση κωνοφόρων. Τροπικά και υποτροπικά ξηρά δάση πλατυφύλλων. Τροπικά και υποτροπικά υγρά δάση πλατυφύλλων. Τροπικοί και υποτροπικοί λειμώνες, θαμνώνες και σαβάνα. Τούνδρα.

[5] Στο https://stateoftheworldsplants.com/extinction-risk θα βρείτε μια διαδραστική απεικόνιση αυτής της κατηγοριοποίησης.

[6] Ως κοκκινόξυλα (rosewoods) χαρακτηρίζονται τα 58 είδη δενδρων του γένους Dalbergeia με εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα που απαντούν σε Ασία, Αφρική, Μαδαγασκάρη, Βόρεια και Νότια Αμερική. Λόγω του εντυπωσιακού χρώματος και της λείας υφής τους είναι περιζήτητα για την κατασκευή μουσικών οργάνων, διακοσμητικών αντικειμένων, κ.λπ.

[7] Η Σύμβαση CITES (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora), για το διεθνές εμπόριο των ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας που κινδυνεύουν με εξαφάνιση υπεγράφη το 1973, στην Ουάσινγκτον. Η συνθήκη αυτή καθορίζει παγκοσμίως τους τρόπους και τους κανόνες που διέπουν το διακρατικό εμπόριο και τη μεταφορά απειλούμενων ζώων, φυτών και των παραγώγων τους. Ο έλεγχος επιτυγχάνεται μέσω ενός συστήματος πιστοποιητικών και αδειών. H Σύμβαση προστατεύει περίπου 5.000 είδη ζώων και 30.000 είδη φυτών. Τη Σύμβαση έχουν υπογράψει ως τώρα 181 χώρες, μεταξύ τους και η χώρα μας. Στην Ελλάδα, Κεντρική Διαχειριστική Αρχή CITES είναι η Δ/νση Αισθητικών Δασών Δρυμών και Θήρας – Τμήμα Διεθνών Συμβάσεων του ΥΠΕΝ, που συνεπικουρείται από 9 Περιφερειακές Διαχειριστικές Αρχές.

[8] H Παγκόσμια Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα (Convention on Biological Diversity – CBD) υπεγράφη στη Σύνοδο του Ρίο (1992) και ισχύει από τον Δεκέμβριο του 1993. Στη σύμβαση διακυρήσσονται 3 κύριοι στόχοι: να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα, να χρησιμοποιείται με βιώσιμο τρόπο και τα οφέλη από την ύπαρξή της να μοιράζονται αμερόληπτα και δίκαια. Η Σύμβαση ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τον νόμο 2204/94.

[9] Το 2010, κατά τη διάρκεια της 10ης Συνάντηση των Μερών της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα στη Ναγκόγια της Ιαπωνίας, 74 χώρες υπέγραψαν το Πρωτόκολλο για την πρόσβαση σε γενετικούς πόρους και τον ισόρροπο και δίκαιο καταμερισμό των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από τη χρήση τους (Access and Benefit Sharing). Η Ελλάδα υπέγραψε το Πρωτόκολλο, το οποίο ενεργοποιήθηκε τελικά τον Οκτώβριο του 2014.