The 20th anniversary of Directive 92/43/EEC and the «Natura 2000» network in Greece.

ΤΑ 20 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 92/43/ΕΟΚ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ «NATURA 2000» ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ.

 

 

Η Οδηγία 92/43/ΕΚ, για τη Διατήρηση των Φυσικών Οικοτόπων και της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας, στην οποία συνήθως αναφερόμαστε ως Οδηγία των Οικοτόπων, κλείνει σήμερα τα 20 της χρόνια μια και η υπογραφή της έγινε στις 29 Μαΐου του 1992. Η Οδηγία αυτή είναι ένα από τα κυριότερα όργανα άσκησης περιβαλλοντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κινείται προς την κατεύθυνση μιας ολοκληρωμένης διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος και όχι της εστιασμένης προστασίας κάποιου είδους ή κάποιου ενδιαιτήματος. Οι βασικές αρχές της είναι δύο:

  • Η πρώτη είναι ότι κανένα είδος δεν μπορεί να επιβιώσει ανεξάρτητα από το ενδιαίτημά του. Άρα, λοιπόν, δεν μπορούμε να περιοριστούμε μόνο σε προστασία κάποιων ειδών ή κάποιων περιοχών και κάποιες «νησίδες» φυσικών και αδιατάρακτων ενδιαιτημάτων, δεν μπορούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα ωκεανό ανθρωπογενών πιέσεων και δραστηριοτήτων αν δεν υπάρχει δυνατότητα διασποράς και μετακίνησης της άγριας ζωής.
  • Η δεύτερη –ίσως και πιο σημαντική– αρχή είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι ξεκομμένος από το φυσικό περιβάλλον του, αντίθετα από το ό,τι ίσως πιστεύουν πολλοί. Κι αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το ότι δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση γι αυτό το θέμα. Η Οδηγία δεν θέλει τον άνθρωπο και τις παραγωγικές δραστηριότητες έξω από την φύση, αλλά, αντίθετα, θεωρεί ότι θα πρέπει να είναι κομμάτι της φύσης, ότι θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις φυσικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της κάθε περιοχής, θα πρέπει όμως να ασκούνται με βιώσιμο τρόπο.

Ο στόχος της Οδηγίας αυτής, μαζί με την Οδηγία 79/409 για τα Άγρια Πουλιά, ήταν η δημιουργία ενός δικτύου προστατευόμενων περιοχών που θα εκτείνεται και θα δημιουργεί αυτές τις προϋποθέσεις για ολοκληρωμένη διαχείριση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, με τη δημιουργία του γνωστού σε όλους Δικτύου Natura 2000, που αριθμεί πλέον περίπου 26.000 προστατευόμενες περιοχές στις 27 χώρες με συνολική έκταση που φτάνει περίπου το 18% του συνόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην Ελλάδα έχουμε 419 περιοχές. Καλύπτουν περίπου το 27% της χερσαίας έκτασης της χώρας μας, άρα, είμαστε λίγο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η δημιουργία του Δικτύου έχει προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην προστασία της ελληνικής φύσης, καθώς έχει δημιουργήσει το απαραίτητο νομικό υπόβαθρο για την προστασία πολλών περιοχών, έχει εμποδίσει την καταστροφή αναντικατάστατων ενδιαιτημάτων και έχει, εν μέρει, επιβάλει βιώσιμες πρακτικές.

Παρ’ όλα αυτά στη χώρα μας –αλλά και στην Ευρώπη– παρατηρούνται ακόμα κάποια προβλήματα. Παρά τα 20 χρόνια, η εφαρμογή της Οδηγίας δεν είναι πλήρης, και το Δίκτυο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Η ανάγκη προσαρμογής στην Οδηγία δημιούργησε μεγάλες προκλήσεις και ανάγκασε τη ελληνική Διοίκηση να κατευθυνθεί σε καινούριους δρόμους και να πάρει καθοριστικές αποφάσεις. Παρ’ όλα αυτά, ένα μεγάλο μέρος των περιοχών –σχεδόν τα 2/3 τους– καλύπτεται σήμερα από ασαφές καθεστώς προστασίας, με μάλλον οριζόντιες ρυθμίσεις. Αυτό το ασαφές καθεστώς δημιουργεί συχνά συγκρούσεις, ιδιαίτερα στις μέρες μας όπου τίθενται πολύ έντονα τα θέματα της ανάπτυξης και της συμβατότητας παραγωγικών δραστηριοτήτων με την προστασία των περιοχών. Επίσης, εκτός από την υστέρηση στους στόχους, υπάρχει και οπισθοδρόμηση σε κάποιες από τις περιοχές. Συγκεκριμένα, υπάρχουν σήμερα τόποι του δικτύου οι οποίοι έχουν χάσει, ή κινδυνεύουν να χάσουν, τα είδη βάσει των οποίων είχαν χαρακτηριστεί ως προστατευόμενοι.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι η ενημέρωση του κοινού. Κυκλοφορώντας και συζητώντας στην ύπαιθρο διαπιστώνω, σχεδόν παντού, ότι ο κόσμος φοβάται την Οδηγία και το δίκτυο Natura 2000, καθώς νομίζει ότι φέρνει μόνο απαγορεύσεις και δεν επιτρέπει καμία δραστηριότητα. Ο φόβος αυτός είναι αβάσιμος, προέρχεται από φήμες και μεταφορά ανακριβών στοιχείων και δείχνει σαφώς ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα ενημέρωσης.

Τέλος, ανακύπτουν πλέον σημαντικά ερωτήματα για τη συνέχιση της πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος στις κρίσιμες συγκυρίες που ζούμε τώρα και στο σκηνικό που δημιουργεί η παρατεταμένη οικονομική κρίση. Για παράδειγμα, μια από τις κύριες ανάγκες για την αποτελεσματική προστασία των περιοχών Natura είναι η παροχή ουσιαστικών αρμοδιοτήτων στους Φορείς Διαχείρισης και η αποτελεσματική υποστήριξή και χρηματοδότησή τους. Και όμως, υπό την πίεση των συνθηκών, η Διοίκηση επαναφέρει το θέμα της συγχώνευσης ή/και κατάργησης των Φορέων για εξοικονόμηση πόρων, αδιαφορώντας για τα πιθανά αποτελέσματα στη φύση.

Όπως γνωρίζετε, η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης έχει μακρόχρονη ενασχόληση με το θέμα των προστατευόμενων περιοχών. Τόσο παλιότερα, όταν πρωτοστατούσε σ’ αυτές τις προσπάθειες με τον αείμνηστο Βύρωνα Αντίπα, όσο και πιο πρόσφατα. Ανάμεσα στις πιο πρόσφατες δράσεις, ενδεικτικά αναφέρω την έκδοση, το 2004, ενός βιβλίου σε συνεργασία με το ΥΠΕΧΩΔΕ για τις, τότε, 262 προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Natura 2000, και το μεγάλο τριήμερο συνέδριο το 2009, με τίτλο «Η Φυσική Κληρονομιά μας, Αξία – Προστασία» στο οποίο δόθηκε βήμα κυρίως στην πανεπιστημιακή κοινότητα και στις μη κυβερνητικές οργανώσεις για να αναπτύξουν τις πιο πρόσφατες απόψεις γι’ αυτό το θέμα.

Έτσι, αποφασίσαμε να γιορτάσουμε τα εικοστά γενέθλια της Οδηγίας με μια ημερίδα που οργανώθηκε στις 29 Μαΐου, στο κτίριο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο τίτλος της ήταν «Τα 20 Χρόνια της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και το Δίκτυο «Natura 2000» στην Ελλάδα: Αποτίμηση, Αξιολόγηση και Προοπτικές» και ο στόχος της, εκτός από την ιστορική αναδρομή, να παρουσιαστούν τα σημερινά δεδομένα και, ενδεχομένως, να δοθούν κάποιες απαντήσεις στους προβληματισμούς που έχουν προκύψει.

Την ημερίδα άνοιξε με χαιρετισμό του ο υπηρεσιακός Υπουργός Περιβάλλοντος, καθηγητής Γρηγόρης Τσάλτας, και την παρακολούθησε επιλεγμένο κοινό, αποτελούμενο από προέδρους Φορέων Διαχείρισης, πανεπιστημιακούς, εκπρόσωπο του Συμβουλίου Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΣΕΒ, στελέχη του ΥΠΕΚΑ, στελέχη ΜΚΟ, και δημοσιογράφους. Μετά το πέρας των εισηγήσεων ακολούθησε μακρά και γόνιμη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων.