Wildlife of Namibia / A photographic guide

In the world’s oldest desert, the Namib, relict flora dates back to the Jurassic period, plants have evolved to survive in desiccated landscapes (where rainfall may be years or decades apart), beetles extract water from fog, antelopes have adapted to breathe 45-degree air, hyaenas hunt seals, and miniature ecosystems exist where scorpions and lizards are the apex predators.

The vast, seemingly empty spaces of this desert define Namibia in the minds of most visitors, yet the Namib covers only a small part of the country’s surface area. Namibia has much more to offer wildlife enthusiasts: marine mammals, seabirds, aquatic mammals and birds in the floodplains and swamps of the Caprivi, game concentrations to rival any in southern Africa (including the Big Five), the only rhinos on the continent that roam in fence-free wilderness, a globally important floral biodiversity hotspot, and a wealth of endemic species for those with specialised interests.

This book is a compact guide to the rich biodiversity of Namibia, presenting those common mammals, birds, reptiles, invertebrates and plants most likely to be seen on safari by the general visitor  to national parks, nature reserves and other wildlife-rich places in the country. It presents over 540 species and includes:

  • An informative introduction to the country’s geography, climate and vegetation.
  • Photographs of all species accompanied by accounts describing each species’ appearance, habits, size and conservation status, as well as information on habitat and best viewing localities.
  • Full-colour photographs of each species, along with distribution maps to show their range.

 

The first report on the state of the world’s plants

Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ

Τον περασμένο Απρίλιο δημοσιοποιήθηκε, από τον Βασιλικό Βοτανικό Κήπο στο Kew του Ηνωμένου Βασιλείου (εφ’ εξής Kew), η πρωτη έκθεση για την κατάσταση των ανώτερων φυτών του πλανήτη. Μια μεγάλη ομάδα ερευνητών ανασκόπησε την δημοσιευμένη βιβλιογραφία, ανέτρεξε σε δημοσιεύσεις και βάσεις δεδομένων και συνέθεσε τις διαθέσιμες πληροφορίες για την παγκόσμια χλωρίδα.

Σύμφωνα με την έκθεση, σήμερα είναι γνωστά περίπου 391.000 είδη ανώτερων φυτών από τα οποία περίπου 370.000 είναι Αγγειόσπερμα[1]. Οι ερευνητές κατέληξαν σε αυτούς τους αριθμούς μετά από ενδελεχή αξιολόγηση των διεθνών βάσεων δεδομένων για τα ονόματα φυτών, συγκερκιμένα των:

«International Plant Names Index» (IPNI, http://www.ipni.org), που περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τα ονόματα των γνωστών ανώτερων φυτών, καθώς και τα συνώνυμά τους. Συνολικά περιλαμβάνει 1.065.235 ονόματα, με αντιστοιχία, κατά μέσο όρο 2,7 ονομάτων ανά είδος.

«World Checklist of Selected Plant families» (WCSP, http://apps.kew.org/wcsp/), που ως τώρα περιλαμβάνει τα αποδεκτά ονόματα και την παγκόσμια κατανομή για περίπου 33% των ειδών του IPNI, ενώ ακόμη 30% βρίσκεται σε τελικό στάδιο δημοσίευσης.

«The Plant List» (TPL, http://www.theplantlist.org/), που περιλαμβάνει ονόματα όλων των γνωστών ανώτερων φυτών, καθώς και κάποιων βρυοφύτων, χωρίς όμως να υπάρχει απόλυτη ταύτιση των αποδεκτών ονομάτων και συνωνύμων για όλα τα είδη (ταύτιση για το 75%).

Το πρόβλημα των πολλαπλών ονομάτων/συνωνύμων για τα είδη φυτών είναι μεγάλο, ιδιαίτερα σε κάποιες οκογένειες όπως τα ορχεοειδή, και είναι συχνα πολύ δύσκολο να καταλήξει η επιστημονική κοινότητα σε κοινά αποδεκτό όνομα. Στο IPNI, για παράδειγμα, καταχωρούνται, κατά μέσο όρο, περίπου 6.000 νέα ονοματα ετησίως την τελευταία δεκαετία, από τα οποία τα μισά είναι νέα για την επιστήμη και τα άλλα μισά συνώνυμα. Επίσης δεν υπάρχει ακόμη κάποια βάση δεδομένων που να ταυτίζει αναμφισβήτητα όλα τα επιστημονικά ονόματα με αναγνωρισμένα είδη φυτών. Για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα το Kew ετοιμάζει τη «Διαδικτυακή Πύλη για τα Φυτά του Πλανήτη» (Plants of the World Online Portal – POWOP), που θα συνθέτει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για κάθε είδος, και αναμένεται να παρουσιαστεί στο τέλος του 2016. Η αδυναμία απόλυτης ταυτοποίησης ειδών έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία σε ότι αφορά την αναγνώριση παραγώγων τους και τον έλεγχο της παράνομης εμπορίας τους.

Οι χώρες που έχουν καταχωρήσει τα περισσότερα νέα είδη μεταξύ 2006-2015 είναι η Βραζιλία (2.220 είδη), η Αυστραλία (1.648) και η Κίνα (1.537), ενώ ακολοθούν η Κολομβία (1.002), ο Ισημερινός (977), το Μεξικό (970), το Περού (834), η Μαλαισία (748), και η Νότια Αφρική (641). Το 2015 καταχωρήθηκαν 2.034 νέα είδη, κάποια από τα οποία έχουν πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες.

Το μεγαλύτερο και βαρύτερο είδος είναι το Gilbertiodendron maximum, ένα δένδρο ενδημικό στα τροπικά δάση βροχής του Γκαμπόν στην κεντρική Αφρική, που φτάνει τα 45 μ. ύψος, το 1.5 μ. σε διάμετρο και ξεπρνά τους 105 τόννους σε βάρος. Ήδη όμως θεωρείται κρισίμως κινδυνεύον. Τεράστια είναι και η Drosera magnifica, ένα εντομοφάγο είδος που φτάνει το 1.5 μ. σε ύψος, ιδιαίτερα αν τη συγκρίνουμε με τις δικές μας Drosera που δεν ξεπερνούν τα λίγα εκατοστα σε ύψος. Είναι γνωστή από μία μόνο θέση, σε κάποια βουνοκορφή στην πολιτεία Minas Gerais της νοτιονατολικής Βραζιλίας και ανακαλύφθηκε αρχικά στο… Facebook, όταν ένας ειδικός στα εντομοφάγα φυτά εντόπισε φωτογραφίες που είχε τραβήξει κάποια χρόνια νωρίτερα ένας κυνηγός ορχιδεών. Μεγάλη, με ύψος που φτάνει τα 3 μ., είναι επίσης και η ορχιδέα της νότιας Αμερικής Selenipedium dodsonii, που εντοπίστηκε από δείγματα κατά τη διαδικασία προετιμασίας ενός βιβλίου για την υποοικογένεια Cypripedioideae.

Η ορχιδέα Dendrobium cynthiae ανακαλύφθηκε όταν ένας καλλιεργητής ορχεοειδών στις ΗΠΑ την αγόρασε από κάποιον έμπορο. Η χώρα προέλευσης του φυτού είναι ακόμα άγνωστη, εικάζεται όμως ότι είναι η Νέα Γουινέα. Στη νοτιοανατολική Ασία καταγράφηκαν επίσης 90 νέα είδη του γένους Begonia, τα 15 από μία μόνο περιοχή στη Σουμάτρα.

Το μικρότερο φυτό που καταχωρήθηκε το 2015, η Ledermaniella lunda με ύψος μόλις 3-4 mm, ανήκει σε μια στενά εξειδικευμένη οικογένεια που απαντάται μόνο σε καταρράκτες με καθαρά νερά και εκτιμάται ότι έχει ήδη εξαφανιστεί. Στη μόνη γνωστή θέση παρουσίας του στην Ανγκόλα ήδη κατασκευάζεται μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα, και η εξόρυξη διαμαντιών στην περιοχή έχει ρυπάνει ανεπανόρθωτα τα νερά του ποταμού. Και η Tarenna agnata, είδος της οικογένεια του καφεόδενδρου (Rubiaceae), εκτιμάται ότι έχει ήδη εξαφανιστεί, αφού κανείς δεν την έχει δει τα τελευταία 50 χρόνια. Εντοπίστηκε από δείγματα σε ερμπάρειο και τα ξηροθερμικά δάση στην Γκάνα και την Ακτή του Ελεφαντοστού που είναι το ενδιαίτημά του έχουν ήδη καταστραφεί από πυρκαγιές ή έχουν μετατραπεί σε γεωργική γη.

Η έρευνα για τη φυλογενετική εξέλιξη των φυτών προχωρά ταχύτατα και βασιζεται πλέον κυρίως σε στοιχεία από τον προσδιορισμό της αλληλουχίας του DNA των διαφόρων ειδών. Η πιο πρόσφατη κατάταξη των Αγγειόσπερμων με βάση τα γενετικά δεδομένα αναγνωρίζει 416 Οικογένειες που κατατασονται σε 64 Τάξεις. Η αποσαφήνιση των φυλογενετικών σχέσων των φυτών μπορεί να επιταχύνει την ανακάλυψη νέων ειδών με πιθανά οφέλη για τον άνθρωπο (φαρμακευτική, διατροφική ή βιομηχανική χρήση) αλλά και να εξασφαλίσει τη διατροφική επάρκεια και την προστασία της βιοποικιλότητας.

Σήμερα υπάρχουν 139 είδη των οποίων έχει αποκωδικοπηθεί το πλήρες γονιδίωμα[2] (στην πλειονότητά τους, όπως είναι αναμενόμενο, καλλιεργίσιμα είδη) ποσοστό όμως μικρότερο από το 0,1% των ανώτερων φυτών. Υπάρχουν επίσης περίπου 107.000 είδη των οποίων έχει προσδιοριστεί η αλληλουχία τουλάχιστον ενός τμήματος του DNA τους. Για τα μισά από αυτά έχει προσδιοριστεί και τουλάχιστον ένας από τους γενετικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται στη φυλογενετική έρευνα. Με τις νέες τεχνολογίες (αλληλούχιση επόμενης γενεάς ή υψηλής απόδοσης) που έχουν σημαντικά χαμηλότερο κόστος αναμένεται ότι οι αριθμοί αυτοί θα αυξηθούν γοργά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία από 11 διεθνείς βάσεις δεδομένων περισσότερα από 30.000 (για την ακρίβεια 31.128) είδη φυτών είναι χρήσιμα στον άνθρωπο. Η πολυπληθέστερες κατηγορίες είναι τα φυτά με φαρμακευτικές χρήσεις (17.810 είδη) και τα φυτά που χρησιμοποιούνται ως υλικά (11.365), είτε για κατασκευές είτε για την παραγωγή ινών. Τα είδη που έχουν περιβαλλοντική χρησιμότητα (προστασία από διάβρωση, φιλτράρισμα ρύπων, κ.λπ.) φτάνουν τα 8.140, ενώ 5.538 είδη χρησιμοποιούνται για τη διατροφή ανθρώπων, 3.469 για ζωοτροφή και 583 για τη διατροφή εντόμων που είναι χρήσιμα στον άνθρωπο (μεταξοσκώληκες, μέλισσες, κ.ά.) ή χρησιμεύουν ως επικονιαστές. Στα γενετικά αποθέματα (για τη βελτίωση καλλιεργειών, κ.λπ.) κατατάσσονται 5.338 είδη, 2.503 είδη χρησιμοπούνται ως δηλητήρια και 1.621 ως καύσιμα ενώ, τέλος, 1.352 είδη έχουν κοινωνικές ή θρησκευτικές/τελετουργικές χρήσεις (καπνός, παραισθησιογόνα, κ.ά.).

Η έκθεση θέτει ως προτεραιότητα τον καθορισμό τον σημαντικότερων περιοχών για τα φυτά κάθε χώρας ώστε αυτές να προστατευθούν επαρκώς. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η οργάνωση Plantlife International[3] θέσπισε κριτήρια (τα οποία αναθεωρούνται φέτος) για τον καθορισμό των Σημαντικών Περιοχών για τα Φυτά – ΣΠΦ (Important Plant Areas – IPAs). Μέχρι τώρα έχουν οριοθετηθεί 1.771 ΣΠΦ, σε 16 χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, ενώ άλλες 69 χώρες έχουν ξεκινήσει την αρχική καταγραφή τους. Φέτος, το Κew ξεκινά μια εκστρατεία καταγραφής των ΣΠΦ σε τροπικές χώρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη χώρα στον κόσμο που ολοκλήρωσε την απογραφή των σημαντικών περιοχών της είναι η Τουρκία. Μια ομάδα 40 επιστημόνων από 20 πανεπιστήμια, υπό την καθοδήγηση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης και με τη βοήθεια του WWF-Τουρκία, εντόπισαν 122 ΣΠΦ και κατέγραψαν τις πιέσεις και την κατάσταση διατήρησής τους. Πέρσυ, με την υποστήριξη της Ολλανδικής οργάνωσης Rubicon Foundation, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο εθελοντών που παρακολουθεί τις περιοχές αυτές και τα είδη που φιλοξενουν.

Εξ’ ίσου σημαντική με την απογραφή είναι και η θέσπιση καθεστώτος προστασίας αυτών των περιοχών. Στις ευρωπαϊκές χώρες το 25% των ΣΠΦ δεν προστατεύεται, ενώ στις άλλες χώρες το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο.

Η κλιματική αλλαγή απειλεί τα φυτά καθώς θεωρείται ότι περισσότερο από το 10% των καλυμμένων με φυτά εκτάσεων του πλανήτη είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στα επακόλουθά της (μειωμένη βροχόπτωση, παρατεταμένες ξηρασίες, φαινόμενο Ελ Νίνιο, κ.λπ.). Ιδιαίτερα σημαντικές αναμένεται να είναι οι επιπτώσεις της σε πολλά διατροφικά είδη φυτών. Σχετικές μελέτες δείχνουν ότι σε κάποιες περιοχές της Γης, όπως η υποσαχάριος Αφρική, για να αποφευχθούν μεγάλες ελλείψεις τροφής η αντικατάσταση καλλιεργειών με είδη που θεωρούνται ανθεκτικά στην κλιματική αλλαγή θα πρέπει να ξεκινήσει μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Οι αλλαγές στις χρήσεις γης έχουν επηρεάσει σχεδόν το 75% της επιφάνειας το πλανήτη. Σε ότι αφορά τα 14 βιοσυστήματα[4] του πλανήτη, όλα έχουν χάσει φυτοκάλυψη. Το μεγλύτερο ποσοστό απώλειας παρατηρείται στα μαγγρόβια (25%) και τα τροπικά δάση κωνοφόρων (24%) και το μικρότερο (περίπου 10%) στους εύκρατους λειμώνες, σαβάνα και θαμνώνες και στις ερήμους και ξηροθερμικούς θαμώνες. Οι περιοχές που έχουν χάσει τις μεγαλύτερες εκτάσεις δασών μετά το 2000 είναι η νοτιονατολική Ασία, η Bραζιλία, η δυτική Αφρική, η ανατολική Ρωσία και τμήματα του Καναδά. Στα 10 βιοσυστήματα παρατηρείται επίσης μείωση της φυτικής παραγωγικότητας. Η αύξηση της παργωγικότητας στα υπόλοιπα 4, ιδιαίτερα στην τούνδρα, αποδίδεται στην επέκταση δένδρων και θάμνων βορειότερα λόγω αυξημένων θρμοκρασιών.

Μεγάλη είναι και η επίδραση των ξενικών ειδών αφού εκτιμάται ότι τουλάχιστον 13.168 είδη έχουν πλέον εγκατασταθεί εκτός της αρχικής τους κατανομής, οδηγώντας, σε πολλές περιπτώσεις, σε σημαντική απώλεια βιοποικιλότητας, ειδικά σε νησιωτικές περιοχές. Μεγάλο είναι και το οικονομικό κόστος των εισβολικών ειδών. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι για τον έλεγχο των ξενικών ειδών στη Μεγάλη Βρεττανία δαπανώνται πάνω από 1.7 δισ. λίρες ετησίως.

Σύμφωνα με την έκθεση, ένα στα πέντε φυτά απειλείται με εξαφάνιση, όμως τα κενά γνώσης και οι παρακτικές δυσκολίες έρευνας και εντοπισμού θέτουν αυτά τα στοιχεία υπό αμφισβήτηση. Για παράδειγμα, ενώ έχουν γίνει 20.167 μελέτες κινδύνου εξαφάνισης, αυτές αφορούν το 25% των φυτών που περιέχονται στον Κόκκινο Κατάλογο της IUCN και μόλις τo 5% των γνωστών ειδών. Ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση των πιθανών αιτίων εξαφάνισης των απειλούμενων ειδών του Κόκκινου Καταλόγου της IUCN. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τη γεωργία (απειλεί 31% των ειδών) και ακολουθούν η χρήση πόρων (ξύλευση, συλλογή) με 21,3%, η κατασκευή υποδομών (οικιστικές, τουριστικές, κ.λπ.) με 12.8%, οι αλλαγές στα φυσικά οικοσυστήματα (πυρκαγιές, κατασκευές φραγμάτων, κ.ά.) με 9.3% και τα εισβολικά είδη με 7,5%. Απρόσμενα, η κλιματική αλλαγή απειλεί μόνο το 4% των ειδών του Κόκκινου Καταλόγου[5].

Η αύξηση του πληθυσμού της Γης και η αυξανόμενη ζήτηση προϊόντων έχει οδηγήσει σε μεγέθυνση του διεθνούς εμπορίου φυτών και παραγώγων τους. Ο αγροτικος τομέας χρησιμοποιεί περίπου το 40% της διαθέσιμης επιφάνειας του πλανήτη, ο παγκόσμιος τζίρος του υπολογίζεται σε περισσότερα από 5 τρισ. δολάρια και η επέκτασή του επηρεάζει τα φυσικά οικοσυστήματα. Για παράδειγμα, η αυξανόμενη ζήτηση φοινικελαίου τα τελευταία 20 χρόνια έχει οδηγήσει σε αντικατάσταση μεγάλων εκτάσεων φυσικών δασών από καλλιέργειες φοινίκων (κυρίως Elaeis guineensis).

Αν και μεγάλο μέρος της ξυλείας που διακινείται διεθνώς προέρχεται από φυτείες, το μεγαλύτερο ποσοστό της ξυλείας από τροπικές περιοχές προέρχεται από φυσικά δάση (ο τζίρος του εμπορίου ξυλείας από τους τροπικούς έφτασε το 2014 τα 80 δισ. δολάρια). Η ζήτηση ξυλείας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (χρώμα, σκληρότητα, κ.λπ.), όπως τα κοκκινόξυλα[6], ωθεί την συστηματική, οργανωμένη παράνομη υλοτομία σε πολλές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Στη δυτική Αφρική ονομάζουν τα κοκκινόξυλα «ματωμένη ξυλεία» υποδηλώνοντας τη διασύνδεση των λαθροϋλοτόμων με κυκλώματα λαθροθηρίας και παράνομης διακίνησης ελεφαντοστού και διαμαντιών, ακόμα και με τοπικούς πολέμαρχους και συμμορίες.

Μεγέθυνση παρουσιάζει και η φυτοκομική «βιομηχανία», με παγκόσμιο τζίρο το 2015 γύρω στα 18 δισ. δολάρια. Αν και τα περισσότερα φυτά προέρχονται από καλλιέργειες, έχει αυξηθει πολύ η ζήτηση σπάνιων άγριων ειδών, ιδιαίτερα ορχεοειδών. Η ανεξέλεγκτη διαδικτυακή εμπορία και οι συχνά υψηλότατες τιμές συντηρούν την παράνομη συλλογή που έχει οδηγήσει πάρα πολλά είδη στο όριο της εξαφάνισης.

Το κύριο όπλο ενάντια στο παράνομο εμπόριο φυτών, και ζώων, (του οποίου ο τζίρος υπολογίζεται σε 8-20 δισ. ευρώ ετησίως) είναι η Σύμβαση CITES[7], τη οποίας τα τρία Παραρτήματα περιλαμβάνουν περισσότερα από 30.000 είδη φυτών με διαφορετικούς βαθμούς προστασίας. Ενδεικτικά, το 2015 στο αεροδρόμιο Heathrow του Λονδίνου (όπου φτάνουν σχεδόν 1.000 πτήσεις καθημερινά) έγιναν 385 κατασχέσεις φυτών ή παραγώγων τους. Από αυτές οι 287 αφορούσαν παραδοσιακά φάρμακα ή συμπληρώματα διατροφής, οι 46 ζωντανά φυτά, οι 26 τμήματα φυτών και άλλες 26 προϊόντα ξυλείας. Σχεδόν τα μισά (42%) από τα κατασχεθέντα είδη περιείχαν παράγωγα ορχιδεών, ιδιαίτερα τα συμπληρώματα διατροφής. Αν και τα συμπληρώματα διατροφής προέρχονταν κυρίως από τις ΗΠΑ, τα είδη που περιείχαν ήταν ασιατικής προέλευσης. Αυτό υποσημειώνει το τεράστιο πρόβλημα που δημιουργεί η παγοκσμιοποίηση του εμπορίου, αφού η συλλογή των παράνομων συστατικών και η παραγωγή του τελικού προϊόντος μπορεί να γίνεται σε διαφορετικές ηπείρους. Έτσι χρειάζονται αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου, αλλά και έρευνα για την δημιουργία βιοδεικτών που θα μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν τα είδη προέλευσης των παραγώγων.

Απόντος ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου, ερευνητές και εταιρείες από χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου δρούσαν συχνά ανεξέλεγκτα στις αναπτυσσόμενες χώρες, με αποτέλεσμα να κατηγορούνται για «βιοπειρατεία». Σε αρκετές περιπτώσεις δυτικές εταιρείες δημιούργησα προϊόντα με έρευνα βασισμένη στην «παραδοσιακή γνώση» τοπικών πληθυσμών φτωχότερων χωρών, κατοχύρωσαν τις σχετικές πατέντες και αποκόμισαν σημαντικά κέρδη, χωρίς να αποδώσουν οφέλη στους πληθυσμούς αυτούς. Το κενό στη Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα[8] σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης και καταμερισμού των οφελών από τη χρήση γενετικών πόρων και των σχετικών παραδοσιακών γνώσεων ήρθε να καλύψει το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια[9] με το οπίο ασχολείται το τελευταίο, και μικρότερο, κεφάλαιο της έκθεσης.

Μια και το χρονικό διάστημα από την ενεργοποίηση του Πρωτοκόλλου το 2014 είναι μικρό, λίγες χώρες έχουν προλάβει να διαμορφώσουν σχετική νομοθεσία για την πρόσβαση στους βιολογικούς πόρους. Χώρες που είναι «πάροχοι» βιοποικιλότητας, όπως η Αιθιοπία, η Κένυα, το Καμερούν, η Νότια Αφρική, η Ινδία, η Μαλαισία, το Περού, ο Ισημερινός η Κόστα Ρίκα, και το Βιετνάμ, ήδη προετοιμάζουν αυστηρότερους ελέγχους της πρόσβασης στους φυσικούς τους πόρους. Αν οι συμβαλλόμενες χώρες κατορθώσουν να εφαρμόσουν το Πρωτόκολλο και επιβάλλουν την τήρηση των προϋποθεσεών του θα υπάρξουν ισχυρά (οικονομικά) κίνητρα για να προστατεύσουν και να διατηρήσουν τη βιοποικιλότητά τους.

Όσοι ενδιαφέρεστε για περισότερες λεπτομέρειες, που δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε μια περίληψη λίγων σελίδων, μπορείτε να κατεβάσετε το πλήρες κείμενο από το: http://science.kew.org/strategic-output/state-worlds-plants.

 

Βιβλιογραφία

  1. Olson, D. M., et al. (2001). Terrestrial ecoregions of the world: a new map of life on earth: A new global map of terrestrial ecoregions provides an innovative tool for conserving biodiversity. BioScience 51 (11):933–938.

 

Σημειώσεις

 

[1] Τα Αγγειόσπερμα (Angiospermae) ή και Ανθόφυτα (επειδή παράγουν άνθη) είναι το μεγαλύτερο από τα δύο υποαθροίσματα των Σπερματοφύτων (το άλλο είναι τα Γυμνόσπερμα). Περιλαμβάνουν το 85% των φυτών που υπάρχουν στη γη, με 400 περίπου οικογένειες που κατανέμονται σε δύο βασικές κλάσεις, τα Δικοτυλήδονα και τα Μονοκοτυλήδονα.

[2] Θα τα βρείτε online στο http://www.ncbi.nlm.nih.gov/assembly/

[3] www.plantlife.org.uk

[4] Με τον όρο biome (βιοσύστημα) περιγράφονται οικοπεριοχές του πλανήτη που φιλοξενούν συγκεκριμένες φυσικές φυτοκοινωνίες και είδη. Οι Olson et. al.(1) περιγράφουν 14 βιοσυστήματα: Μαγγρόβια δαση. Βόρεια δάση και τάιγκα. Έρημοι και ξηροθερμικοί θαμώνες. Πλημμυριζόμενοι λειμώνες και σαβάνα. Μεσογειακά δάση και θαμνώνες. Ορεινοί λειμώνες και θαμνώνες. Εύκρατα δάση πλατυφύλλων και μικτά δάση. Εύκρατα δάση κωνοφόρων. Εύκρατοι λειμώνες, θαμνώνες και σαβάνα. Τροπικά και υποτροπικά δάση κωνοφόρων. Τροπικά και υποτροπικά ξηρά δάση πλατυφύλλων. Τροπικά και υποτροπικά υγρά δάση πλατυφύλλων. Τροπικοί και υποτροπικοί λειμώνες, θαμνώνες και σαβάνα. Τούνδρα.

[5] Στο https://stateoftheworldsplants.com/extinction-risk θα βρείτε μια διαδραστική απεικόνιση αυτής της κατηγοριοποίησης.

[6] Ως κοκκινόξυλα (rosewoods) χαρακτηρίζονται τα 58 είδη δενδρων του γένους Dalbergeia με εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα που απαντούν σε Ασία, Αφρική, Μαδαγασκάρη, Βόρεια και Νότια Αμερική. Λόγω του εντυπωσιακού χρώματος και της λείας υφής τους είναι περιζήτητα για την κατασκευή μουσικών οργάνων, διακοσμητικών αντικειμένων, κ.λπ.

[7] Η Σύμβαση CITES (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora), για το διεθνές εμπόριο των ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας που κινδυνεύουν με εξαφάνιση υπεγράφη το 1973, στην Ουάσινγκτον. Η συνθήκη αυτή καθορίζει παγκοσμίως τους τρόπους και τους κανόνες που διέπουν το διακρατικό εμπόριο και τη μεταφορά απειλούμενων ζώων, φυτών και των παραγώγων τους. Ο έλεγχος επιτυγχάνεται μέσω ενός συστήματος πιστοποιητικών και αδειών. H Σύμβαση προστατεύει περίπου 5.000 είδη ζώων και 30.000 είδη φυτών. Τη Σύμβαση έχουν υπογράψει ως τώρα 181 χώρες, μεταξύ τους και η χώρα μας. Στην Ελλάδα, Κεντρική Διαχειριστική Αρχή CITES είναι η Δ/νση Αισθητικών Δασών Δρυμών και Θήρας – Τμήμα Διεθνών Συμβάσεων του ΥΠΕΝ, που συνεπικουρείται από 9 Περιφερειακές Διαχειριστικές Αρχές.

[8] H Παγκόσμια Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα (Convention on Biological Diversity – CBD) υπεγράφη στη Σύνοδο του Ρίο (1992) και ισχύει από τον Δεκέμβριο του 1993. Στη σύμβαση διακυρήσσονται 3 κύριοι στόχοι: να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα, να χρησιμοποιείται με βιώσιμο τρόπο και τα οφέλη από την ύπαρξή της να μοιράζονται αμερόληπτα και δίκαια. Η Σύμβαση ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τον νόμο 2204/94.

[9] Το 2010, κατά τη διάρκεια της 10ης Συνάντηση των Μερών της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα στη Ναγκόγια της Ιαπωνίας, 74 χώρες υπέγραψαν το Πρωτόκολλο για την πρόσβαση σε γενετικούς πόρους και τον ισόρροπο και δίκαιο καταμερισμό των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από τη χρήση τους (Access and Benefit Sharing). Η Ελλάδα υπέγραψε το Πρωτόκολλο, το οποίο ενεργοποιήθηκε τελικά τον Οκτώβριο του 2014.

International trade in orchids

ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΡΧΕΟΕΙΔΩΝ

Η κατάσταση διατήρησης των περισσότερων από τα περίπου 30.000 γνωστά ορχεοειδή του πλανήτη δεν είναι γνωστή, αυτά όμως που έχουν μελετηθεί, κυρίως κάποια τροπικά γένη, όπως το Paphiopedilum, δείχνουν παρόμοιες τάσεις δραματικής μείωσης. Η συλλογή άγριων φυτών και η παράνομη εμπορία τους καταγράφονται ανάμεσα στις σημαντικότερες απειλές, ιδιαίτερα στη νοτιοανατολική Ασία(1). Ακόμη και πρόσφατα ανακαλυφθέντα είδη, όπως τα P. vietnamense και P. canhii, που βρέθηκαν στο Βιετνάμ το 1999 και το 2010 αντίστοιχα, ήδη απειλούνται με εξαφάνιση από την υπερβολική συλλογή(2).

Η διακίνηση και εμπορία ορχιδεών γίνεται για δύο κυρίως λόγους. Για φυτοκομικές χρήσεις (εδώ συμπεριλαμβάνονται και οι συλλέκτες φυτών) και για χρήση σε φαρμακευτικά ή/και διατροφικά σκευάσματα. Ένας μικρός αριθμός φυτών διακινείται για έρευνα και επιστημονικούς σκοπούς.

Για τον έλεγχο του εμπορίου τους, όλα τα είδη της οικογένειας Orchidaceae έχουν ενταχθεί στα παραρτήματα της Σύμβασης CITES: έξι είδη (Aerangis ellisii, Dendrobium cruentum, Laelia jongheana, Laelia lobatea, Peristeria elata, Renanthera imschootiana) και δύο γένη (Paphiopedilum με 88 είδη και Phragmipedium με 25 είδη) στο Παράρτημα Ι και τα υπόλοιπα (περίπου 27.600 είδη) στο Παράρτημα ΙΙ[1].

Οι ορχιδέες που διακινούνται για φυτοκομικές χρήσεις συνήθως συνοδεύονται από τις απαραίτητες άδειες (εθνικές και CITES), ή προέρχονται από καλλιέργειες. Παρ΄ όλα αυτά υπάρχουν στοιχεία αυξανόμενης παράνομης διεθνούς εμπορίας, κατά κύριο λόγο στη νοτιοανατολική Ασία. Κύρια κέντρα διακίνησης άγριων ειδών (όχι μόνον φυτών) είναι η Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ.

Δειγματοληπτικές έρευνες το 2011-2012 στις τέσσερις μεγαλύτερες αγορές άγριων φυτών της Ταϊλάνδης και στα σύνορά της με την Μυανμάρ και το Λάος, κατέγραψαν εμπόριο 348 ειδών (περίπου 15-22% της γνωστής ορχεοχλωρίδας της χώρας), χωρίς σχετικές άδειες(3). Το 16% από αυτά τα είδη περιλαμβανόταν σε κάποια κατηγορία κινδύνου, μεταξύ τους και είδη του γένους Paphiopedilum που βρίσκονται στο Παράρτημα Ι της CITES, ή ήταν σπάνια είδη με πολύ περιορισμένη κατανομή. Βρέθηκαν μάλιστα και είδη άγνωστα ως τότε στην επιστήμη.

Παράλληλα αυξάνονται και οι συλλέκτες ή/και ερασιτέχνες καλλιεργητές ορχιδεών που αναζητούν σπάνια, ή ακόμη και νέα, είδη, συχνά προσφέροντας μεγάλα χρηματικά ποσά(4). Η ορχιδέα Dendrobium cynthiae αναγνωρίστηκε ως νέο είδος το 2015 από καλλιεργητή ορχεοειδών στις ΗΠΑ που την αγόρασε από κάποιον έμπορο. Η χώρα προέλευσης του φυτού είναι ακόμα άγνωστη, εικάζεται όμως ότι είναι η Νέα Γουινέα. Δυστυχώς το παράνομο εμπόριο είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αθέατο(5,6).

Αθέατη, και σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη, είναι και η ηλεκτρονική εμπορία που ανθεί τα τελευταία χρόνια μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μια πρόσφατη, πολύ ενδιαφέρουσα, μελέτη(7) αξιολόγησε, για πρώτη φορά, το διεθνές εμπόριο ορχιδεών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρακολουθώντας τη δραστηριότητα 150 θεματικών ομάδων (fora), από όλο τον κόσμο με αντικείμενο τις oρχιδέες. Το 17,3% δεν επέτρεπε εμπόριο ορχιδεών, το 28,6% όμως το επέτρεπε ή ασχολείτο αποκλειστικά με αυτό. Το 25% από τις ομάδες που ασχολούνταν με εμπόριο είχε έδρα την Ινδονησία. Οι ισπανόφωνες ομάδες προέρχονταν κυρίως από τη Λατινική Αμερική και οι αγγλόφωνες από τη Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Ανάλυση 55.805 αναρτήσεων που έγιναν σε διάστημα 12 εβδομάδων από 12.089 χρήστες έδειξε ότι το 8.9% αφορούσε πώληση ειδών. Από αυτές το 22-46% αφορούσε άγρια είδη, μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις σε μεγάλες ποσότητες αφού εντοπίστηκε τιμολόγηση για μέχρι και 50 κιλά (!) ειδών Dendrobium. Αν και το δείγμα της έρευνας ήταν μικρό, τα ποσοστά είναι σημαντικά και υποδηλώνουν την ανάγκη για παρακολούθηση και, ενδεχομένως, έλεγχο του διαδικτυακού εμπορίου.

Η παράνομη μεταφορά ορχιδεών δεν περιορίζεται, φυσικά, στις νοτιοανατολικές ασιατικές χώρες. Το 2014, μελέτη(8) κατέγραψε την παρουσία παραγώγων από 39 είδη ορχιδεών στην Ευρωπαϊκή αγορά, σε καλλυντικά, συμπληρώματα διατροφής και παραδοσιακά φάρμακα. Κάποια από τα είδη αυτά καλλιεργούνται, αρκετά όμως προέρχονται μόνο από άγριους πληθυσμούς. Ενδεικτικά, επίσης, το 2007, οι τελωνειακές αρχές της Μεγάλης Βρετανίας κατάσχεσαν 158.000 λαθραία φυτά, τα περισσότερα ορχιδέες. Μέρος αυτών των κατασχέσεων αφορούσε παροδοσιακά φάρμακα που περιείχαν συστατικά από ορχιδέες χωρίς τις ανάλογες άδειες.

Χρήση ορχεοειδών σε φαρμακευτικά σκευάσματα ή/και για διατροφή γίνεται σε πολλές περιοχές του πλανήτη: νοτιοανατολικά Ασία, Ιαπωνία, Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Αυστραλία, Αφρική, κ.ά(9,10).

Οι ορχιδέες είναι, από πολύ παλιά, βασικό συστατικό της ασιατικής, ιδιαίτερα της Κινεζικής, παραδοσιακής φαρμακολογίας, και χρησιμοποιούνται σε σκευάσματα για πολλές παθήσεις. Αν και η συλλογή και η χρήση των φυτών γίνεται, συνήθως, μέσα στις χώρες (και έτσι δεν εμπίπτουν στον έλεγχο της CITES), τα τελευταία χρόνια αυξάνεται συνεχώς η διεθνής διακίνηση, κυρίως προς την Κίνα. Ήδη από τη δεκαετία του 1990 καταγράφεται αυξανόμενη παράνομη μεταφορά άγριων ορχιδεών από την Μυανμάρ (όπου δεν χρησιμοποιούνται σε παραδοσιακά φάρμακα) προς την Κίνα(11), ενώ το 2015 αναφέρθηκε ότι η παράνομη συλλογή για την Κινεζική αγορά έχει αποδεκατίσει τους άγριους πληθυσμούς στη βόρεια Ινδία (κυρίως είδη του σπάνιου γένους Dendrobium). Η αναφορά μάλιστα έλεγε ότι οι έμποροι χρησιμοποιούν παιδιά για την παράνομη συλλογή(12). Ενθαρρυντικό είναι ότι κάποια από τα είδη των παραδοσιακών φαρμάκων, όπως η «tian ma» (Gastrodia elata) που χρησιμοποιείται σε αλλεργίες, πονοκεφάλους, κ.ά., έχουν αρχίσει να καλλιεργούνται, έστω και σε μικρούς αριθμούς, στην Κίνα και άλλες χώρες.

Ο έλεγχος πάντως παραμένει δύσκολος καθώς οι ορχιδέες αυτές συνήθως πωλούνται ή αναγράφονται στα σκευάσματα με τις τοπικές τους ονομασίες, συχνά χρησιμοποιείται το ίδιο όνομα για διαφορετικά είδη, ενώ πολλές ουσίες περιέχουν παράγωγα πολλών διαφορετικών ειδών, όπως συμβαίνει και με το σαλέπι.

Το εμπόριο αποξηραμένων βολβών ή αλεύρων από βολβούς ορχιδεών για την παρασκευή σαλεπιού στη δυτική Ασία ήταν ως, πρόσφατα, περιορισμένο στην Τουρκία. Το σαλέπι χρησιμεύει για την παρασκευή παραδοσιακού ροφήματος που πίνεται ζεστό ή κρύο και παγωτού με ιδιαίτερη υφή (dondurma). Για την κατανάλωση σαλεπιού στην Τουρκία, που φτάνει τους 45 τόνους ετησίως, εκτιμάται ότι καταστρέφονται κάθε χρόνο περίπου 45-180 εκατομμύρια φυτά(13,14). Η εξάντληση των τοπικών άγριων πληθυσμών λόγω της παρατεταμένης, εντατικής, παράνομης συλλογής δημιούργησε ζήτηση για «εισαγωγές» από χώρες στις οποίες ή κατανάλωση σαλεπιού είναι περιορισμένη, όπως το Ιράν, το Πακιστάν και η Ινδία. Σχετική μελέτη(15) αναφέρει ότι το 2013 συλλέχθηκαν στο Ιράν τουλάχιστον 7-11 εκατομμύρια ορχιδέες που ανήκαν σε 19 είδη και 7 γένη. Αναφέρεται επίσης ότι αριθμοί ήταν σίγουρα υποεκτιμημένοι, ότι σε πολλές περιοχές οι πληθυσμοί εξαντλούνται και ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των φυτών προοριζόταν για εξαγωγή στην Τουρκία, χωρίς σχετικές άδειες.

Αν και η εμπορία βολβών έχει απαγορευτεί από το 1974, ακόμη συνεχίζουν να εισάγουν, παράνομα, σαλέπι σε μορφή σκόνης από την Τουρκία πολλές Αραβικές χώρες, αλλά και η Γερμανία, η Ελβετία, η Μεγάλη Βρετανία, η Αυστραλία, η Βουλγαρία και η Ρωσία. Η ανάμιξη αλεύρων από ορχιδέες με άλλα άλευρα και η διακίνησή τους με άδειες για τα δεύτερα δυσκολεύει τον εντοπισμό του παράνομου εμπορίου, κάτι που αναμένεται να βελτιωθεί με την επεκτεινόμενη χρήση γενετικών δεικτών (DNA barcoding).

Πολύ λιγότερο γνωστό, στην Ευρώπη τουλάχιστον, από το σαλέπι είναι το παρόμοιας προέλευσης παραδοσιακό έδεσμα chikanda, που τρώνε κυρίως στη Ζάμπια. Το chikanda φτιάχνεται από φυστικάλευρο αναμειγμένο με άλευρα από βολβούς ορχιδεών (συνήθως είδη των γενών Disa, Satyrium και Habenaria). Η μείωση των άγριων πληθυσμών στη Ζάμπια έχει οδηγήσει σε εμπόριο βολβών από γειτονικές χώρες, όπως η Τανζανία, η Ανγκόλα, το Κονγκό και το Μαλάουι. Ήδη από το 2003 μελέτη(16) αναφέρει διακίνηση 2-4 εκατομμυρίων βολβών από την Τανζανία προς τη Ζάμπια ετησίως, ενώ το 2014(17) αναφέρονται ενδείξεις σημαντικής μείωσης πληθυσμών στα νότια της Τανζανίας λόγω της συνεχιζόμενης παράνομης συλλογής. Οι μελέτες επισημαίνουν την ανάγκη πληρέστερης ενημέρωσης των τελωνειακών αρχών αυτών των χωρών για τη Σύμβαση CITES και εντατικοποίηση των ελέγχων.

Η ένταξη όλων των ορχιδεών στη Σύμβαση CITES είχε ως στόχο να εξασφαλίσει τη διατήρηση των άγριων πληθυσμών τους. Παρ’ όλα αυτά εντοπίζονται ολοένα και περισσότερες περιπτώσεις ανεξέλεγκτου εμπορίου ενώ πολλές από τις χώρες-μέλη της Σύμβασης δεν έχουν θεσπίσει τις αρμόδιες Διαχειριστικές Αρχές ούτε, κυρίως, τις Επιστημονικές Αρχές που υποστηρίζουν την όλη διαδικασία, και η αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης είναι αργή και σχετικά αναποτελεσματική.

 

 

Βιβλιογραφία

  1. Vermeulen J, Phelps J, Thavipoke P. (2014). Notes on Bulbophyllum (Dendrobiinae; Epidendroideae; Orchidaceae): two new species and the dilemmas of species discovery via illegal trade. Phytotaxa 1:12–22.
  2. Averyanov L, Van The P, Phan Ke L, Nguyen H, Canh C, NguyenT, Nguyen H. 2014. Field survey of Pahiopedilum canhii: from discovery to extinction. Available from http://www.rufford.org/files/www.slipperorchid.org__0.pdf
  3. http://www.traffic.org/home/2015/11/24/unseen-harvest-southeast-asias-illegal-orchid-trade.html
  4. Hinsley A, Verissimo D, Roberts DL. (2015). Heterogeneity in consumer preferences for orchids in international trade and the potential for the use of market research methods to study demand for wildlife. Biological Conservation 190:80–85.
  5. Phelps, J. & Webb, E. L. (2015). ‘Invisible’ wildlife trades: Southeast Asia’s undocumented illegal trade in wild ornamental plants. Biological Conservation 186: 296–305
  6. Fay, M. F. (2015). Undocumented Trade in Species of Orchidaceae: Examples From Asia, the Eastern Mediterranean Region and Africa. https://cites.org/sites/default/files/eng/com/pc/22/Inf/E-PC22-Inf-06.pdf
  7. Hinsley A., et al. (2016). Estimating the extent and structure of trade in horticultural orchids via social media. Conservation Biology
  8. Brinckmann, J. A. (2014). Quick Scan of Orchidaceae Species in European commerce as components of Cosmetic, Food and Medicinal Products. https://cites.org/sites/default/files/
  9. Bulpitt CJ. (2005). The uses and misuses of orchids in medicine. Q J Med 98: 625–631. (http://dx.doi.org/10.1093/qjmed/hci094)
  10. Hossain MM. 2011. Therapeutic orchids: traditional uses and recent advances — an overview. Fitoterapia 82: 102–140.
  11. http://www.mmtimes.com/index.php/national-news/9796-orchid-smuggling-putting-rare-species-at-risk-warn-experts.html
  12. http://gardendrum.com/2015/04/23/poaching-threatens-rare-indian-orchids/
  13. Sezik, E. (2006). Destroying of Ophrys species to obtain Salep in Turkey. European congress on hardy orchids. Journal Europäischer Orchideen 38(2):290.
  14. Sezik, E. (2016). Προσωπική επικοινωνία.
  15. Ghorbani, A., et al. (2014). Illegal wild collection and international trade of CITES-listed terrestrial orchid tubers in Iran. Traffic Bulletin 26 (2): 52–58.
  16. Davenport TRB, Ndangalasi HJ. (2003). An escalating trade in orchid tubers across Tanzania’s Southern Highlands: assessment, dynamics and conservation implications. Oryx 27: 55-61.
  17. Veldman, S., et al. (2014). Efforts urged to tackle thriving illegal orchid trade in Tanzania and Zambia for chikanda production. Traffic Bulletin 26: 47–50.

Σημειώσεις

[1] Στο Παράρτημα Ι περιλαμβάνονται είδη που απειλούνται άμεσα με εξαφάνιση και η εμπορία τους δεν επιτρέπεται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και τότε με ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις. Επιτρέπεται μόνον η διακίνηση φυταρίων ή καλλιεργειών ιστών αυτών των ειδών που προέρχονται από φυτώρια και έχουν τη σχετική τεκμηρίωση και άδειες. Στο Παράρτημα ΙΙ περιλαμβάνονται είδη που δεν απειλούνται άμεσα με εξαφάνιση, η εμπορία όμως των οποίων πρέπει να γίνεται με αυστηρές προϋποθέσεις ώστε να μην επιβαρύνονται οι άγριοι πληθυσμοί.

Not all trees are the same

ΟΛΑ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΑ

Τα δάση θεωρούνται σημαντικό «όπλο» κατά της κλιματικής αλλαγής, αφού εκτιμάται ότι απορροφούν περίπου 2,4 δισεκατομμύρια τόννους διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα κάθε χρόνο και το αποθηκεύουν στους κορμούς, τα φύλλα και το ριζικό σύστημα των δένδρων τους.

Μια νέα όμως μελέτη για τα δάση της Ευρώπης, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην έγκριτη επιθεώρηση Science, έρχεται να αντικρούσει μερικώς αυτή την άποψη. Ομάδα ερευνητών από το Εργαστήριο Κλιματικών Επιστημών και Περιβάλλοντος στο Gif-sur-Yvette της Γαλλίας, με επικεφαλής την Kim Naudts, μελέτησε την εξέλιξη των δασών στην ήπειρό μας από το 1750 ως το 2010 χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο βασισμένο σε δασοπονικά στοιχεία αυτής της περιόδου. Το μοντέλο τους ήταν πολύ πιο διεισδυτικό από προηγού μενα, καθώς αξιολόγησε όχι μόνο τις μεταβολές στη χρήση της γης αλλά και παραμέτρους όπως οι αλλαγές στα είδη δένδρων, οι τρόποι ξύλευσης και αναδάσωσης, κ.λπ.

Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι αρχικά, μεταξύ 1750-1850, η δασοκάλυψη στην Ευρώπη μειώθηκε δραματικά, κατά περίπου 190.000 χλμ2. Με την έναρξη της βιομηχανικής περιόδου η στροφή προς τα ορυκτά καύσιμα, ιδιαίτερα τον λιγνίτη, περιόρισε την ξύλευση, με αποτέλεσμα τα δάση να αυξηθούν ξανά, κατά 386.000 χλμ2. Έτσι, τα δάση σήμερα καλύπτουν περίπου 10% περισσότερη έκταση από ότι την προβιομηχανική εποχή. Και όμως, παρά την προσθήκη σχεδόν 200.000 χλμ2 νέων δασών, η θερμοκρασία της Ευρώπης έχει αυξηθεί κατά 0,12 °C από το 1750 έως σήμερα.

Από ότι φαίνεται, καθοριστικό στοιχείο είναι η δομή και η σύνθεση αυτών των δασών, που είναι πλέον σημαντικά διαφορετική από το παρελθόν, καθώς σε περίπου 85% των δασικών εκτάσεων της Ευρώπης δεν υπάρχει φυσική εξέλιξη, αλλά ανθρώπινη διαχείριση και αναδασώσεις, κυρίως μe ταχυαυξή και εμπορικά αποδοτικότερα είδη, όπως η Δασική Πεύκη και η Ερυθρελάτη.

«Αλλάζοντας τη σύνθεση των συστάδων», λέει η Kim Naudts, «μεταβάλουμε και την ποσότητα ηλιακής ακτινοβολίας, νερού και ενέργειας που απορροφά ή αποβάλλει το δάσος». Τα κωνοφόρα, όπως τα πεύκα και τα έλατα, απορροφούν περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία και θερμότητα επειδή έχουν πιο σκούρο πράσινο χρώμα από άλλα είδη δένδρων, όπως οι βελανιδιές, οι οξυές και οι σημύδες, παγιδεύοντας έτσι θερμότητα που αλλιώς θα διέφευγε στην ατμόσφαιρα. Επίσης απελευθερώνουν λιγότερο νερό και δημιουργούν λιγότερα σύννεφα που μπλοκάρουν την ηλιακή ακτινοβολία. Σύμφωνα με τη μελέτη, η αύξηση της θερμοκρασίας που οφείλεται στους δύο αυτούς παράγοντες φτάνει τους 0,08 °C. Το υπόλοιπο (0,04 °C) οφείλεται στις υλοτομίες, οι οποίες απελευθερώνουν άνθρακα που αλλιώς θα έμενε δεσμευμένος στα νεκρά υπολείμματα των δένδρων και στο έδαφος.

Η άποψη ότι οι αναδασώσεις δεν λειτουργούν πάντα ενάντια στην κλιματική αλλαγή δεν είναι νέα. Μελέτη που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Nature πριν από δέκα και πλέον χρόνια ανέφερε ότι η επέκταση των δασών σε βόρειες, ψυχρές περιοχές θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της θερμοκρασίας, καθώς θα μείωνε τις ανοικτές εκτάσεις όπου το χιόνι θα αντανακλούσε πολύ περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία.

Οι ομάδα των ερευνητών πιστεύει ότι κάτι ανάλογο έχει συμβεί και στα δάση άλλων ηπείρων, γι’ αυτό και εισηγούνται να προτιμώνται πλατύφυλλα και φυλλοβόλα δέντρα αντί για κωνοφόρα. Άλλοι επιστήμονες αντιτείνουν ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι σωστό να προβάλλονται σε άλλες περιοχές και ηπείρους. Η αύξηση της θερμοκρασίας στην Ευρώπη εξαρτάται από την ιστορική εξέλιξη των δασοπονικών πρακτικών σε αυτήν, τη γεωγραφική της θέση και τη σύνθεση της βλάστησής της. Στις τροπικές περιοχές, για παράδειγμα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα δένδρα που φύονται εκεί απελευθερώνουν συγκριτικά περισσότερο νερό στην ατμόσφαιρα, δημιουργώντας έντονη νεφοκάλυψη που αντανακλά την ηλιακή ακτινοβολία, οπότε η αύξηση των δασωμένων εκτάσεων θα οδηγήσει σε μείωση της θερμοκρασίας.

Πολλές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν δώσει στις αναδασώσεις σημαντικό ρόλο στη στρατηγική τους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η Κίνα, για παράδειγμα, ήδη ετοιμάζεένα νέο «Σινικό Τείχος» από δένδρα που προβλέπεται να καλύψει 4 εκατομμύρια χλμ2 ως το 2050.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι ερευνητές τονίζουν ότι θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά τόσο η επιλογή των ειδών που φυτεύονται, όσο και οι τρόποι διαχείρισής τους. «Δεν θα πρέπει να αποθέσουμε τις ελπίδες μας στα δάση» λέει η δρ. Naudts «για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή που, στην ουσία, είναι πρόβλημα εκπομπών».

Και καταλήγει: «Η διαχείριση των δασών της Ευρώπης θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να διασφαλίζει τις κύριες λειτουργίες τους, δηλαδή τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την παραγωγή ξυλείας, των έλεγχο των πλημμυρών και της διάβρωσης εδαφών. Αν αυτή η διαχείριση μπορεί να αμβλύνει και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τόσο το καλύτερο».

COP21 World Convention on climate

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΙΜΑ

 

Αναμφισβήτητα το κορυφαίο περιβαλλοντικό γεγονός της χρονιάς που πέρασε ήταν η διάσκεψη της Σύμβασης-Πλαίσιο των Ηνωμένων Eθνών για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework-Convention on Climate Change – UNFCCC) που έγινε στο Παρίσι μεταξύ 30ης Νοεμβρίου και 12ης Δεκεμβρίου. Ήταν η 21η ετήσια Διάσκεψη των Μερών της UNFCCC ( COP21) και η 11η Συνάντηση των Μερών του Πρωτοκόλλου του Κιότο (CMP11).

Μετά από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις οι εκπρόσωποι των 195 χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη κατέληξαν σε μια συμφωνία 31 σελίδων που θέτει στόχους φιλόδοξους πέρα από το αναμενόμενο. Αυτή είναι η πρώτη συμφωνία που δεσμεύει σχεδόν όλα τα κράτη της Γης στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή αν αναλογιστούμε τις πολλές αποτυχημένες διασκέψεις της UNFCCC μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Κιότο (1997), και ιδιαίτερα τη διάσκεψη της Κοπεγχάγης (2009) όταν 15.000 συμμετέχοντες και 110 ηγέτες από 196 χώρες συζητούσαν επί 15 ημέρες χωρίς να καταλήξουν σε πρακτικό αποτέλεσμα.

Μακροπρόθεσμα αποφασίστηκε η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας να διατηρηθεί αρκετά κάτω των 2οC και να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να είναι μικρότερη του 1,5οC σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή ως το τέλος του αιώνα[1]. Αυτό αποτελούσε πάγιο αίτημα φορέων και ΜΚΟ όλου του κόσμου, αλλά και νησιωτικών κρατών που θα εξαφανιστούν, κυριολεκτικά, από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας με αύξηση θερμοκρασίας μεγαλύτερη του 1,5οC[2].

Είναι πολύ σημαντικό ότι οι εθελοντικές Εθνικές Συνεισφορές (INDCs)[3] 146 κρατών που είχαν υποβληθεί ως την 1η Οκτωβρίου 2015 δείχνουν πως, αν τηρηθούν πλήρως, θα οδηγήσουν σε αύξηση της θερμοκρασίας της Γης κατά 2,7οC μέχρι το 2100. Συνεπώς, η απόφαση των συμμετεχόντων κρατών σημαίνει ότι είναι διατεθειμένα να λάβουν πολύ δραστικότερα μέτρα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από αυτά που εφαρμόζουν ή για τα οποία έχουν δεσμευτεί ως τώρα.

Ως και το μέσο της διάσκεψης φαινόταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία, μέχρι που η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Κίνα, οι μεγαλύτεροι ρυπαντές του πλανήτη, γεφυρώνοντας τις διαφορές τους, αποφάσισαν να στηρίξουν το αίτημα των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών και της κοινωνίας των πολιτών για αναθεώρηση του στόχου σε 1,5oC. Μεγάλες αντιρρήσεις προέβαλαν οι χώρες του Κόλπου, που δραστηριοποιούνται έντονα στις εξαγωγές πετρελαίου, με προεξάρχουσα τη Σαουδική Αραβία. Η Ινδία, που υποστηρίζει ότι οι πιο πλούσιες χώρες πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο του βάρους για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, προσέφερε υπό όρους την υποστήριξή της στην πρόταση για τον στόχο του 1,5οC.

Σύμφωνα με τον ερευνητικό οργανισμό Global Carbon Project οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2000 ήταν αυξημένες παγκόσμια κατά 29% σε σχέση με το 1990 και το 2008 αυξημένες κατά 41%. Η έκθεση για το 2015 του ίδιου οργανισμού[4] αναφέρει ότι οι εκπομπές CO2 από την καύση ορυκτών καυσίμων και την παραγωγή τσιμέντου (που αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου των εκπομπών CO2) το 2014 ήταν οι υψηλότερες στην ανθρώπινη ιστορία και κατά 60% ψηλότερες από τα επίπεδα του 1990 (έτος αναφοράς του Πρωτοκόλλου του Κιότο).

Παρ’ όλα αυτά, οι σθεναρές αντιρρήσεις αρκετών κρατών, μεταξύ των οποίων η Κίνα και η Ινδία που είναι σήμερα πρώτη και τέταρτη αντίστοιχα στον κατάλογο των μεγαλύτερων ρυπαντών, δεν επέτρεψαν τελικά την υιοθέτηση σαφών διατυπώσεων για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα ή για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το 2050 μέχρι και 95% σε σχέση με το 2010, όπως είχε προταθεί. Έτσι, το τελικό κείμενο αναφέρεται σε «… ισορροπία μεταξύ πηγών παραγωγής και απορρόφησης ανθρωπογενών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στο δεύτερο μισό του αιώνα …» Αν και η τελική διατύπωση δεν αποκλείει τη χρήση ορυκτών καυσίμων στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, η δέσμευση στον στόχο του 1,5οC θα επιβάλει αντισταθμιστικές εφαρμογές παράλληλα με τη χρήση τους. Θα πρέπει, για παράδειγμα, να δημιουργούνται νέες δασικές εκτάσεις που θα δεσμεύουν διοξείδιο του άνθρακα αντίστοιχο των εκπομπών, ή να γίνεται αποθήκευση άνθρακα που όμως ακόμη υποστηρίζεται από δαπανηρή και πολύ αμφίβολη τεχνολογία. Αυτό σίγουρα θα οδηγήσει σε ταχύτερη στροφή προς την καθαρή ενέργεια και την ενεργειακή αποδοτικότητα.

Η συμφωνία προβλέπει μια περιοδική διαδικασία ελέγχου και αναθεώρησης των στόχων και των πολιτικών. Η καταγραφή της παρούσας κατάστασης με παγκόσμια διαβούλευση θα γίνει το 2018 και η αναθεώρηση των INDCs βάσει αυτής της καταγραφής θα γίνει το 2020. Η διαδικασία αυτή θα  επαναλαμβάνεται κάθε 5 χρόνια. Υπογραμμίζεται επίσης η σημασία του μετριασμού για τη μείωση των αναγκών σε μέτρα προσαρμογής και ενθαρρύνονται οι διακρατικές συνεργασίες για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ενώ προβλέπεται και η προώθηση της ενεργού συμμετοχής Δήμων, εταιριών, αλλά και πολιτών στην ταχύτερη μεταβαση σε οικονομίες καθαρής ενέργειας.

Καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία της συμφωνίας και ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στις διαπραγματεύσεις ήταν το θέμα της διαφάνειας των ελέγχων της συμμόρφωσης και των επιδόσεων των κρατών. Αν και η ΕΕ και ΗΠΑ, κυρίως, επεδίωξαν την καθιέρωση ενιαίου συστήματος καταγραφής και ελέγχου των εκπομπών οι μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες αντιστάθηκαν ως το τέλος, θεωρώντας κάτι τέτοιο ως απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας. με αποτέλεσμα να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στην προσπάθεια. Έτσι, δυστυχώς, το τελικό κείμενο είναι μια γενικόλογη περιγραφή που δεν κωδικοποιεί αναλυτικά τα στοιχεία του ελέγχου των εκπομπών και δεν προβλέπει συνέπειες σε περίπτωση μη συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις. Πάντως προβλέπεται ότι ο έλεγχος θα γίνεται σύμφωνα με πρακτικές που θα εγκρίνονται από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Chnage – IPCC) και θα επικυρώνονται από την COP21.

Μεγάλο «αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις ήταν ο επιμερισμός του κόστους των μέτρων μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Οι αναπτυγμένες χώρες προσπάθησαν να εμπλέξουν πολύ περισσότερο την Κίνα και την Ινδία, οι οποίες, αν και κατατάσσονται στις αναπτυσσόμενες χώρες, είναι μεγάλοι ρυπαντές. Οι αναπτυσσόμενες χώρες αντέτειναν τις ευθύνες των πρώτων για την κλιματική αλλαγή και η άποψή τους τελικά επικράτησε. Τα αναπτυγμένα κράτη δεσμεύονται πλέον νομικά να παρέχουν οικονομική βοήθεια στα αναπτυσσόμενα, ενώ μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, θα συμμετέχουν στη χρηματοδότηση εθελοντικά. Πάντως δεν υπάρχει σαφής δέσμευση για το ύψος της ετήσιας χρηματοδότησης (θα συμφωνηθεί ως το 2025) αλλά αναφέρονται ως ελάχιστο ποσό τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια.

Σημαντικό επίσης στοιχείο είναι ότι, για πρώτη φορά, αναφέρεται ξεχωριστά τo θέμα της αντιμετώπισης επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στα κράτη της AOSIS και τις πιο ευάλωτες χώρες του πλανήτη που πλήττονται άμεσα και δραματικά χωρίς να έχουν συνεισφέρει καθόλου στη δημιουργία του προβλήματος. Η αναγνώριση όμως αυτή συνοδεύεται από βαρύ τίμημα: τη διαβεβαίωση πως οι ευάλωτες χώρες δεν θα προσφύγουν νομικά κατά των ανεπτυγμένων, οι οποίες είναι κύρια υπεύθυνες για την παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου ως τώρα. Επίσης, δεν υπάρχει καμία ξεκάθαρη αναφορά για προτεραιότητα των χωρών αυτών στη χρηματοδότηση από το Πράσινο Κλιματικό Ταμείο.

H συμφωνία της COP21 θα είναι ανοιχτή για υπογραφή στη Νέα Υόρκη για ένα έτος (22/4/ 2016 – 21/4/2017 και, όπως και το Πρωτόκολλο του Κιότο θα ισχύσει 31 μέρες μετά την επικύρωσή της από τουλάχιστον 55 κράτη που θα καλύπτουν το 55% των παγκοσμίων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι της απόφασης άρχισαν αντιδράσεις, που εστιάζονται κυρίως στις γενικόλογες διατυπώσεις, στην έλλειψη σαφών δεσμεύσεων σε αρκετούς τομείς και στη σχετική απροθυμία των αναπτυγμένων κρατών να αναλάβουν το βάρος (οικονομικό αλλά και πολιτικών αποφάσεων) που τους αναλογεί. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι ο στόχος των 2oC, πόσο μάλλον του 1,5oC, είναι ανέφικτος με την παρούσα κατάσταση και τις υπάρχουσες τεχνολογίες και άρα υποκριτικός, και χρησιμοποιείται ως «άλλοθι» από τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών

Σίγουρα η συμφωνία του Παρισιού δεν δίνει τη «μαγική» λύση για την επιβίωση του πλανήτη απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Είναι όμως πρώτη φορά που η συνολική δέσμευση δείχνει την καθολική αναγνώριση του προβλήματος και την γενική διάθεση αντιμετώπισής του. Σε πολιτικό επίπεδο, η απόφαση αυτή στέλνει και ένα σαφές μήνυμα στις αγορές και τους επενδυτές ότι το μέλλον ανήκει στην καθαρή ενέργεια.

Στο πλαίσιο της διάσκεψης ανακοινώθηκαν και άλλες πρωτοβουλίες που δείχνουν μια πρωτόγνωρη παγκόσμια κινητοποίηση. Σε όλο τον κόσμο 360 πόλεις (συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας) υπέγραψαν το «Σύμφωνο των Δημάρχων» (Compact of Mayors) για τον έλεγχο και τη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου[5]. Στις πόλεις αυτές ζουν 343 εκατομμύρια κάτοικοι υπολογίζεται ότι οι πόλεις αυτές μπορούν συνολικά να μειώσουν τις εκπομπές κατά 739 εκατομμύρια τόνους το 2030 και κατά 9 δισεκκατομύρια τόνους μεταξύ 2010-2030. Περισσότερες από 150 εταιρίες των ΗΠΑ (με σχεδόν 11 εκατομμύρια υπαλλήλους και συνολικά ετήσια έσοδα 4,2 τρισεκατομμύρια δολάρια) δεσμεύτηκαν να στηρίξουν δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής. Κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας επιχειρηματικότητας (όπως ο Bill Gates, ο Richard Branson ιδρυτής του Virgin Group, ο Jeff Bezos ιδρυτής του Amazon, κ.ά.) δημιούργησαν το Ίδρυμα Breakthrough Energy Coalition για να για να στηρίξουν οικονομικά και να επιταχύουν την έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογιών καθαρής ενέργειας[6].

Αν σε αυτά προσθέσουμε και την κινητοποίηση πάνω από 6 εκατομμυρίων πολιτών σε όλο τον κόσμο που απαίτησαν και πίεσαν με πικοίλους τρόπους για τη λήψη αποφάσεων στο Παρίσι, το τελικό μήνυμα είναι ελπιδοφόρο.

Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια και ενεργοποίηση όλων, ο πλανήτης μας όμως μπορει ακόμη να σωθεί!

Σημειώσεις

[1] Η επιστημονική κοινότητα και τα αναπτυγμένα κράτη έχουν αποδεχτεί ότι οι 2oC είναι το όριο πέρα από το οποίο η αύξηση της μέσης μέγιστης θερμοκρασίας του πλανήτη (σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή) θα οδηγήσει σε καταστροφικές αλλαγές που περιλαμβάνουν απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα, ξηρασία και ερημοποίηση, εξαφάνιση ειδών, πλημμύρες και άνοδο της στάθμης των θαλασσών που θα κατακλύσει παράκτιες περιοχές αλλά και ολόκληρα νησιωτικά κράτη. Ο στόχος αυτός είχε υιοθετηθεί το 2010 στη διάσκεψη του Κανκούν (COP16), ενώ η συμφωνία της Κοπεγχάγης προέβλεπε επανεξέταση το 2015 για πιθανή επιδίωξη διατήρησης της μέγιστης μέσης παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από 1,5° C σύμφωνα με τις νέες επιστημονικές γνώσεις.

[2] Το 1990 ιδρύθηκε από 39 μικρά νησιωτικά ή παράκτια κράτη η διακυβερνητική οργάνωση «Συμμαχία Μικρών Νησιωτικών Κρατών» (Alliance of Small Island States – AOSIS). Κύριο αίτημά της είναι ο περιορισμός της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 1,5° C ώστε να μην εξαφανιστούν. Κυριολεκτικά. Σύνθημά τους: 1,5 για να μείνουμε ζωντανοί. Στην AOSIS συμμετέχουν πλέον και 80 λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και η παρουσία της είναι πολύ δυναμική στα σχετικά παγκόσμια fora. Αξίζει τον κόπο να επισκεφτείτε την πολύ ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα της www.aosis.org.

[3] Στο πλαίσιο της UNFCCC και σε προετοιμασία της διάσκεψης οι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες υπέβαλαν τις δεσμεύσεις τους για μέτρα και πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μετά το 2020. Αυτές οι δεσμεύσεις ονομάζονται Σκοπούμενες Εθνικές Συνεισφορές (Intended Nationally Determined Contributions – INDCs) και αντικατοπτρίζουν τους στόχους κάθε χώρας για τον περιορισμό των εκπομπών ρύπων, την αντιμετώπιση επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά και την πιθανή βοήθεια που θα χρειαστούν από ή που μπορούν να προσφέρουν σε άλλες χώρες.

[4] http://www.globalcarbonproject.org/carbonbudget/15/hl-full.htm

[5] http://www.compactofmayors.org

[6] http://www.breakthroughenergycoalition.com

A new report about climate and energy in Europe

ΝΕΑ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Η νέα ετήσια έκθεση «Τάσεις και Προβολές» της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (ΕΥΠ) επιβεβαιώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μπορεί να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει για την ενέργεια και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ως το 2020. Οι στόχοι αυτοί είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑΘ) κατά 20%, η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στη συνολική τελική κατανάλωση ενέργειας κατά 20% και η ενεργειακή αποδοτικότητα (ΕΑ) δηλαδή η μείωση κατά 20% της κατανάλωσης ενέργειας.

Η παρούσα κατάσταση

Η έκθεση της ΕΥΠ αναδεικνύει δύο κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν τη διαφαινόμενη τάση: τη σταθερά αυξανόμενη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύνολο και τη μείωση της κατανάλωσης στα περισσότερα κράτη-μέλη την τελευταία δεκαετία. Το θετικό αποτέλεσμα των δύο αυτών παραγόντων υπερκαλύπτει τις επιδράσεις αρνητικών παραγόντων που οδηγούν σε αυξημένες εκπομπές ΑΘ, όπως η δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων (κυρίως λιγνίτη) σε κάποιες χώρες της Ένωσης. Οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν, επίσης, την κατανάλωση ενέργειας και την παραγωγή αερίων ρύπων. Για παράδειγμα, ο ιδιαίτερα ψυχρός χειμώνας του 2010 οδήγησε σε αυξημένη παραγωγή ΑΘ (η μόνη χρονιά μεταξύ 2005 και 2013 κατά την οποία καταγράφηκε αύξηση), ενώ τα θερμά έτη 2013 και 2014 έφεραν μείωση των εκπομπών ΑΘ.

Η έκθεση καταγράφει επίσης την πρόοδο των κρατών-μελών προς τη επίτευξη των εθνικών στόχων για το κλίμα και την ενέργεια ως το 2020. Εδώ υπάρχουν σημαντικές διαφορές:

  • 24 χώρες φαίνεται ότι θα επιτύχουν το στόχο μείωσης των ΑΘ – εξαιρέσεις η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο.
  • 20 χώρες φαίνεται ότι θα επιτύχουν το στόχο συμμετοχής των ΑΠΕ – εξαιρέσεις η Δανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
  • 20 χώρες φαίνεται ότι θα επιτύχουν το στόχο ΕΑ – εξαιρέσεις το Βέλγιο, η Εσθονία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πολωνία και η Σουηδία.

Συνολικά 13 κράτη-μέλη φαίνεται ότι θα επιτύχουν τους εθνικούς στόχους και στους τρεις τομείς, σε σύγκριση με μόλις 9 το 2014.

Ειδικότερα:

  • Οι εκπομπές ΑΘ ήταν χαμηλότερες κατά 19,8% από το επίπεδο του 1990 ήδη το 2013. Εκτιμάται ότι αν τα κράτη-μέλη συνεχίσουν την εφαρμογή των μέτρων που έχουν λάβει η μείωση μπορεί να φτάσει το 24-25% έως το 2020. Σύμφωνα με τις εθνικές αναφορές, το 2014 ήταν ιδιαίτερα καλή χρονιά καθώς η ετήσια παραγωγή Αθ ήταν κατά 23% μικρότερη από το επίπεδο του 1990 (24% αν αφαιρεθούν οι ρύποι της διεθνούς αεροπλοΐας), ενώ οι καλές καιρικές συνθήκες, σχεδόν σε όλη την ήπειρό μας, μείωσαν της ανάγκες θέρμανσης.
  • Η προσθήκη των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης συνεχίζεται με αυξανόμενο ρυθμό και η συμμετοχή τους στη συνολική κατανάλωση ενέργειας το 2013 είχε φτάσει στο 15%, ποσοστό υψηλότερο από ότι προβλέπουν τα περισσότερα εθνικά σχέδια δράσης. Η επίτευξη του στόχου φαίνεται εφικτή, παρ’ όλα αυτά, όσο πλησιάζουμε το 2020, οι δυσκολίες αυξάνουν καθώς πρέπει πλέον να υλοποιηθούν δαπανηρότερα έργα ενώ διατηρούνται ακόμη «οροφές»και περιορισμοί στην αγορά σε αρκετά κράτη-μέλη.
  • Από το 2005, οι χώρες της ΕΕ μειώνουν σταθερά την κατανάλωση ενέργειας με ρυθμό που, αν συνεχιστεί, θα οδηγήσει σε επίτευξη του στόχου για το 2020. Πιθανό πρόβλημα αποτελεί η αργή εφαρμογή της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας σε κάποια κράτη-μέλη. Το 2014 η συνολική κατανάλωση ήταν μικρότερη από εκείνη του 2013, κυρίως λόγω του θερμότερου χειμώνα.

Οι στόχοι για το 2030

Το 2014, το Συμβούλιο της Ευρώπης συζήτησε το πλαίσιο των κλιματικών και ενεργειακών πολιτικών πέραν του 2020 και ενέκρινε νέους στόχους και στους τρεις τομείς για το 2030. Το 2015 η ΕΕ υιοθέτησε νέα Ενωσιακή Ενεργειακή Πολιτική που θα εξασφαλίσει επάρκεια ενέργειας, με προσιτό για τους πολίτες κόστος και τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του κλίματος.

Αν και οι συνολικές προβλέψεις δείχνουν περαιτέρω μείωση των εκπομπών ΑΘ μετά το 2020, σύμφωνα με την έκθεση οι ενδείξεις από τα κράτη-μέλη δείχνουν ότι ο ρυθμός της μείωσης θα επιβραδυνθεί. Εκτιμάται ότι η μείωση το 2030 τελικά θα κυμανθεί μεταξύ 27% και 30% σε σχέση με το επίπεδο του 1990, αρκετά μικρότερη από το 45% που έχει τεθεί ως στόχος. Ας σημειωθεί όμως ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν συνυπολογίζουν την αναμόρφωση του ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Ρύπων που συμφωνήθηκε πρόσφατα, καθώς και νέες πολιτικές που συζητούνται στα όργανα της ΕΕ (π.χ. μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σε πολλούς τομείς, ιδιαίτερα των μεταφορών). Ούτε και τις διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη για να συμπεριληφθούν στο πλαίσιο περιορισμού των εκπομπών ΑΘ οι χρήσεις γης και η δασοκομία.

Αν διατηρηθεί ο τρέχων ρυθμός ενσωμάτωσης ΑΠΕ, ο στόχος συμμετοχής τους σε ποσοστό 27% κατ’ ελάχιστον μέχρι το 2030 στη συνολική κατανάλωση ενέργειας φαίνεται εφικτός, παρά τους εμπορικούς και άλλους περιορισμούς και την περικοπή των επιδοτήσεων σε κάποιες χώρες.

Τέλος, η ανάκαμψη πολλών ευρωπαϊκών οικονομιών σημαίνει ότι θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα και, ενδεχομένως, νέες πολιτικές ώστε η κατανάλωση ενέργειας να συνεχίσει να μειώνεται με στόχο να είναι το 2030 μικρότερη κατά 27% από το επίπεδο του 1990.

Στο δρόμο για το 2050

Εκτός από τους εσωτερικούς στόχους για το 2030, η ΕΕ συμμετέχει και στη διεθνή προσπάθεια να περιοριστεί η μέση παγκόσμια αύξηση θερμοκρασίας κάτω από τους 2 °C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή. Ο επιθυμητός στόχος για το 2050 είναι η μείωση των ευρωπαϊκών εκπομπών αερίων ρύπων κατά 80% σε σχέση με το 1990.

Αν και τα κράτη-μέλη, αλλά και η ΕΕ συνολικά, σημειώνουν σταθερή πρόοδο σε σχέση με τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής, θα πρέπει να καταβάλουν σημαντικά μεγαλύτερη προσπάθεια για να κατακτήσουν τους στόχους που έχουν τεθεί για το 2050. Για παράδειγμα, ο ρυθμός μείωσης της παραγωγής ΑΘ που χρειάζεται για να μεταβούμε από τον στόχο του 2030 (-40% σε σχέση με το 1990) σε εκείνον του 2050 (τουλάχιστον -80% σε σχέση με το 1990) θα πρέπει να είναι δύο με τρεις φορές ταχύτερος από αυτόν που εξασφαλίζει τη μετάβαση από το τρέχον επίπεδο στον στόχο του 2030. Ο δε τελευταίος θα πρέπει να είναι ταχύτερος από το ρυθμό μείωσης από το 1990 μέχρι σήμερα.

Για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις η ΕΕ πρότεινε, το 2011, έναν «οδικό χάρτη» που θα οδηγήσει σε ανταγωνιστική οικονομία «χαμηλού άνθρακα» έως το 2050. Τα κράτη-μέλη διαμορφώνουν πλέον στρατηγικές με συγκεκριμένα βήματα που θα μετατρέψουν τις μακροπρόθεσμες πανευρωπαϊκές φιλοδοξίες σε εθνικές και τοπικές δράσεις. Αυτές οι εθνικές στρατηγικές υποβλήθηκαν για πρώτη φορά στην Επιτροπή το 2015 και θα αξιολογηθούν από την ΕΥΠ το 2016.

Η σταθερή και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προόδου στους τρεις τομείς της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής είναι δύσκολη, καθώς τα κράτη-μέλη χρησιμοποιούν συχνά διαφορετικές (και ανόμοιες) παραμέτρους για τις εκτιμήσεις και τις αναφορές προόδου τους, ενώ δεν λείπουν και οι πολιτικές σκοπιμότητες. Για να εξασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων η ΕΕ αναφέρει ότι θα διαμορφώσει ένα νέο, πιό αξιόπιστο και διαφανές σύστημα διακυβέρνησης που θα εξορθολογίσει τις υποχρεώσεις σχεδιασμού και αναφορών των κρατών-μελών, και θα αξιολογεί την πρόοδο με συγκρίσιμα και αξιόπιστα στοιχεία.

Θα κατακτηθούν άραγε οι στόχοι ή μήπως είναι υπερβολικά φιλόδοξοι; Ο χρόνος θα δείξει.

 

 

 

 

 

Knowledge gaps and their dire results

ΚΕΝΟ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ

Η Dactylorhiza incarnata είναι μια σπάνια ορχιδέα που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα μόνο σε τέσσερεις θέσεις στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν ένα υγρολίβαδο στο Γράμμο, κοντά στο χωριό Χρυσή, πλάι στο δρόμο που ενώνει τη Χρυσή με τον Πεύκο και απο εκεί με το Νεστόριο, διασχίζοντας τις υπώρειες του βουνού. Το υγρολίβαδα αυτό φιλοξενούσε τον μεγαλύτερο πληθυσμό, αλλά και ήταν η μόνο θέση παρουσίας της λευκής ποικιλίας του είδους (υποείδος ochroleuca).

Σε πρόσφατη επίσκεψη οι καλοί φίλοι και μέλη της Εταιρίας μας Κώστας Βιδάκης και Σπύρος Τσιφτσής διαπίστωσαν ότι η θέση είχε καταστραφεί κατά την διαπλάτυνση και ασφαλτόστρωση του δρόμου. Ένα τεχνικό έργο αποξήρανε το υγρολίβαδο, στο οποίο μετά αποτέθηκαν τα μπάζα των εκσκαφών. Από ορχιδέες ούτε ίχνος. Μια άλλη θέση, ενα υγρολίβαδο πλάι σε μια ορεινή ποτίστρα στο Μενοίκιο, υποβαθμίστηκε επίσης σημαντικά από έργα διαχείρισης του νερού. Πλέον έχει περιοριστεί σε ελάχιστη έκταση στην απορροή της ποτίστρας και οι ορχιδέες έχουν εξαφανιστεί. Η τρίτη θέση στο νομό Δράμας έχει επίσης καταστραφεί αφού το υγρολίβαδα μετατράπηκε σε πατατοχώραφο και πλέον απομένει μόνο ένα σημείο στη Ροδόπη που φιλοξενεί περίπου 40-50 άτομα.

Δυστυχώς, τα παραδείγματα τέτοιων, φαινομενικά μικρών, παρεμβάσεων που προκαλούν σημαντικές, ενίοτε αναντικατάστατες, απώλειες ειδών και οικοτόπων είναι πάμπολλα και φέρνουν στο προσκήνιο δύο θέματα.

Το πρώτο αφορά στην σκοπιμότητα και, κυρίως, την περιβαλλοντική νομομοποίηση των τοπικών (και όχι μόνον) έργων.

Είναι άραγε η κίνηση μεταξύ Νεστορίου και Χρυσής τόσο πυκνή ώστε να δικαιολογεί τη διαπλάτυνση ενός επαρχιακού δρόμου σε μέγεθος σχεδόν αυτοκινητοδρόμου, μέσα σε μια οικολογικά ευαίσθητη περιοχή που φιλοξενεί σημαντικά είδη (αρκούδα, λύκος, αλλά και πολλά σπάνια είδη χλωρίδας); Και μάλιστα όταν λίγο ανατολικότερα υπάρχει ήδη ασφαλτοστρωμένη επαρχιακή οδός που συνδέει τα δύο χωριά μέσω Νέας Κοτύλης[1].

Παρόμοια τερατώδης διαπλάτυνση είχε γίνει και πριν μερικά χρόνια σε επαρχιακό δρόμο που συνδέει το Επταχώρι με τη Σαμαρίνα στο Σμόλικα. Τα αυτοκίνητα στην εικόνα θα σας δώσουν μια ιδέα για τις διαστάσεις του νέου δρόμου, που θύμιζε περισσότερο … διάδρομο αεροδρομίου. Πέρα από την γενικότερη αλλοίωση του τοπίου, τα έργα τότε είχαν καταστρέψει πολλές θέσεις που φιλοξενούσαν μεγάλες αποικίες ορχιδεών. Σημειώστε ότι παράλληλα διαπλατυνόταν και άλλη πρόσβαση προς Σαμαρίνα μέσω Αγίας Παρασκευής.

Φαντάζομαι ότι τα έργα αυτά συνοδεύονταν από τις απαραίτητες κατά το νόμο Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), οι οποίες, επίσης φαντάζομαι, ότι θα είχαν εγκριθεί αρμοδίως. Δυστυχώς, όμως, στις περισσότερες από αυτές τις μελέτες δεν γίνεται καθόλου, ή γίνεται ελάχιστη, έρευνα στο πεδίο, συνεπώς η αξιολόγηση της βιοποικιλότητας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και οι όποιες αναφορές προέρχονται από τη βιβλιογραφία, αν και όπου υπάρχει. Για περιοχές που δεν υπάρχουν στοιχεία παρατίθενται γενικόλογa κείμενα που συνήθως δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι δεν είναι παράξενο το ότι σε πολλές μελέτες επαναλαμβάνονται στερεότυποι κατάλογοι ειδών και συχνά εμφανίζονται τα ίδια είδη και στοιχεία σε μελέτες για διαφορετικές περιοχές, για διαφορετικές χρήσεις και για διαφορετικά έργα. Πρόσφατα η Εταιρία μας αξιολόγησε ΜΠΕ για αιολικό πάρκο στην οποία η περιγραφή της βλάστησης και χλωρίδας και, ιδιαιτέρως, το τμήμα που αφορούσε την ορνιθοπανίδα, θύμιζαν σχολική έκθεση, δεν αντικατόπτριζαν τον πλούτο της περιοχής και, φυσικά, δεν έδιναν καμμία κατεύθυνση ούτε εξασφάλιζαν την προστασία της βιοποικιλότητας. Όσοι έχετε παρακολουθήσει το θέμα του Αχελώου, γνωρίζετε ότι η αξιοπιστία των ΜΠΕ στο θέμα της απογραφής της βιοποικιλότητας και της αποτίμισης των επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον ήταν, διαχρονικά, ένα από τα μεγάλα προβλήματα του έργου.

Το δεύτερο θέμα, που σχετίζεται άμεσα με το πρώτο, είναι το σημαντικό κενό γνώσης που υπάρχει ακόμα για τους οικοτόπους και, ιδιαίτερα, για τα είδη.

Όταν η χώρα μας δημιούργησε το Δίκτυο Natura 2000, ανέλαβε και την υποχρέωση της αναγνώρισης και καταγραφής ειδών και οικοτόπων, της συστηματικής παρακολούθησης της κατάστασης διατήρησής τους και της εκπόνησης διαχειριστικών σχεδίων για την προστασία τους. Όλες τα σχετικά στοιχεία παρατίθενται στα επίσημα απογραφικά δελτία (Standard Data Forms) για κάθε περιοχή και είναι προσβάσιμα στους ερευνητές και το κοινό. Κατά τα πρώτα στάδια εφαρμογής της Οδηγίας 92/43 (διαμόρφωση των καταλόγων των ειδών και των τύπων οικοτόπων, δημιουργία του δικτύου Natura 2000, εκπόνηση σχεδίων διαχείρισης) για τα είδη χλωρίδας και πανίδας χρησιμοποιήθηκαν, σχεδόν αποκλειστικά, βιβλιογραφικά δεδομένα λόγω αδυναμίας υλοποίησης της απαραίτητης εργασίας πεδίου για πολλούς λόγους (κυριότερος αππο τους οποίους είναι η διαχρονική αδιαφορία του αρμόδιου Υπουργείου για την προστασία της ελληνικής φύσης). Προχώρησε μόνο το πρόγραμμα αναγνώρισης και περιγραφής των τύπων οικοτόπων.

Όταν ήρθε η ώρα υποβολής της, υποχρεωτικής, εξαετούς έκθεσης (2001-2006) για την κατάσταση διατήρησης και τη γεωγραφική εξάπλωση των ειδών και των τύπων οικοτόπων, δεν είχε υλοποιηθεί πρόγραμμα παρακολούθησης, συνεπώς δεν υπήρχαν νέα στοιχεία για τα περισσότερα είδη και χρησιμοποιήθηκαν ξανά βιβλιογραφικά δεδομένα με πολλές ελλείψεις (δείτε σχετικά και στο τεύχος 136 της ΦΥΣΗΣ).

Το 2012 έπρεπε να υποβληθεί η επόμενη εξαετής έκθεση (2007-2012). Οι προκυρήξεις όμως των σχετικών προγραμμάτων παρακολούθησης έγιναν μόλις το 2012 και οι αναθέσεις το 2013, με αποτέλεσμα η παρακολούθηση να μην έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι ακόμα παραμένουν μεγάλα κενά στα απογραφικά δελτία των περισσότερων περιοχών Natura. Τα κενά είναι ακόμα μεγαλύτερα για τις περιοχές εκτός Δικτύου, πολλές από τις οποίες φιλοξενούν επίσης σημαντικά και απειλούμενα είδη. Επίσης, αν και συλλέγεται αξιόλογη γνώση για αυτές τις περιοχές, από έρευνες πανεπιστημίων, φορέων, περιβαλοντικών οργαμώσεων, ακόμα και από ερασιτέχνες φυσιοδίφες, δεν υπάρχει ουσιαστική διαχείριση αυτής της γνώσης, κάποια κεντρική βάση δεδομένων που να την συλλέγει, να την αξιολογεί και να την κάνει προσβάσιμη.

Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η έλλειψη στοιχείων ή/και η δυσκολία πρόσβασης σε αυτά επηρεάζει την ποιότητα των εκπονούμενων ΜΠΕ με άμεσο αντίκτυπο στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Υπάρχουν όμως και άλλες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, κατά την αξιολόγηση πρόσφατης πρότασης για έργο LIFE που υπέβαλε η Εταιρία μας αμφισβητήθηκε η παρουσία του οικοτόπου που ήταν αντικείμενο της πρότασης και δεν έγιναν δεκτά κάποια στοιχεία παρουσίας ειδών που είχαν συλλεγεί με εργασία πεδίου τα τελευταία χρόνια, διότι δεν αναφέρονταν στο απογραφικό δελτίο της περιοχής, που όμως δεν έχει επικαιροποιηθεί από το 2009.

Καθώς δεν υπάρχει σοβαρή διαδικασία αξιολόγησης και ελέγχου των ΜΠΕ για το εάν οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα πραγματικά μελετώνται, όπως και για το εάν τηρούνται οι εγκεκριμένοι περιβαλλοντικοί όροι στη συνέχεια, οι ΜΠΕ είναι, τις περισσότερες φορές, στην ουσία κενές περιεχομένου.

Σημειώσεις

[1] Τον Ιούνιο 2006, η «Καλλιστώ» είχε υποβάλει γραπτό υπόμνημα προς την τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καστοριάς με αφορμή την προβλεπόμενη ολοκλήρωση της διάνοιξης του επαρχιακού δρόμου.

Σε αυτό ανέφερε ότι είχαν ήδη εκπονηθεί: α) Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη για την Περιοχή Γράμμου-ΒΔ Βοϊου στο πλαίσο του έργου LIFE96NAT/GR/03222 η οποία προέβλεπε να ολοκληρωμένο σχέδιο παρέμβασης και διαχείρισης της περιοχής και είχε ήδη εγκριθεί από το αρμόδιο Τμήμα του ΥΠΕΧΩΔΕ. Β) Παρόμοια μελέτη. με τίτλο «Οικολογική Χωροταξική Μελέτη του ορεινού όγκου του Γράμμου» από την ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΑΕ. γ) Ειδικά διαχειριστικά σχέδια για τη «Διαχείριση των Ορεινών Βοσκότοπων» και την αειφορική διαχείριση των δασών μαύρης πεύκης στο πλαίσιο του έργου LIFE 99 NAT/GR/06498 με τίτλο «Εφαρμογή Διαχειριστικών Σχεδίων στις περιοχές Γράμμου και Ροδόπης».

Καταλήγοντας, η «Καλλιστώ» ζητούσε να αξιολογηθούν τα παραπάνω και να ληφθεί επίσης υπόψη το γεγονός ότι η δημιουργία πολλών οδικών αξόνων στον ορεινό όγκο θα πρέπει να τεκμηριωθεί με μελέτη σκοπιμότητας και να συμβαδίζει με μια ολοκληρωμένη προοπτική ήπιας ανάπτυξης της περιοχής με βάση το φυσικό της κάλλος και τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Από όσο γνωρίζουμε, αυτό δεν έγινε ποτέ.

The new report on ‘European environment state and outlook 2015’

Η ΝΕΑ ΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

 

Το 2015 η Ευρώπη βρίσκεται περίπου στο μέσο της διαδρομής από την αρχική διαμόρφωση της ενωσιακής πολιτικής για το περιβάλλον, τη δεκαετία του 1970, ως τον στόχο του 7ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον «να ζούμε καλά μέσα στις δυνατότητες του πλανήτη μας» το 2050.

Σε αυτά τα 40 χρόνια, οι περιβαλλοντικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν προσφέρει πολλά στη διατήρηση των οικοσυστημάτων, αλλά και στην υγεία και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Έχουν οδηγήσει σε μείωση της ρύπανσης, βελτίωση της ποιότητας του αέρα και των υδάτων και σε καλύτερη διαχείριση των απορριμμάτων. Έχουν επίσης δημιουργήσει οικονομικές ευκαιρίες. Για παράδειγμα, η «πράσινη βιομηχανία» που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες με αειφορικό τρόπο και μειώνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος διογκώθηκε πάνω από 50% μεταξύ 2000 και 2011, και είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς με θετικό ρυθμό ανάπτυξης μετά την έναρξη της κρίσης το 2008.

Αυτά τα επιτεύγματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά υπό το πρίσμα των τεράστιων αλλαγών, τόσο στη ήπειρό μας όσο και παγκοσμίως αυτές τις δεκαετίες. Χωρίς στιβαρές πολιτικές η τεράστια οικονομική ανάπτυξη αυτής της περιόδου θα είχε πολύ σοβαρότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.

Ωστόσο, η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων συνεχίζεται και το φυσικό μας κεφάλαιο υποβαθμίζεται συνεχώς από κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες όπως η γεωργία, η αλιεία, οι μεταφορές, η βιομηχανία, ο τουρισμός και η οικιστική επέκταση. Αυτή η αναντιστοιχία οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Λόγω των δυναμικών λειτουργιών των οικοσυστημάτων συχνά υπάρχει σημαντική υστέρηση πριν η μείωση της πίεσης μεταφραστή σε βελτίωση της κατάστασης του περιβάλλοντος. Επίσης, παρά τις σχετικές βελτιώσεις πολλοί από τους επιβαρυντικούς παράγοντες παραμένουν ισχυροί. Για παράδειγμα, το 75% της ενέργειας στη Ευρώπη παράγεται ακόμα από ορυκτά καύσιμα, συμβάλλοντας στην κλιματική αλλαγή, την οξίνιση εδαφών και τον ευτροφισμό.

Η Έκθεση για την Κατάσταση του Περιβάλλοντος στην Ευρώπη (SOER 2015), που παρουσιάστηκε στις 3 Μαρτίου από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος στην έδρα του στην Κοπεγχάγη, παρουσιάζει τις εξελίξεις της τελευταίας πενταετίας σε όλους τους σχετικούς τομείς. Όπως και η προηγούμενη του 2010, εκτός από τα επιτεύγματα, παρουσιάζει και τις τάσεις, τα προβλήματα και τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, προκλήσεις που σχετίζονται με μη βιώσιμα συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης που ασκούν πολύπλοκες, αθροιστικές πιέσεις στα οικοσυστήματα και στην υγεία μας.

Παραθέτω ενδεικτικά κάποια συνοπτικά στοιχεία.

Βιοποικιλότητα. Τα τελευταία πέντε χρόνια σημειώθηκε πρόοδος στην επέκταση του δικτύου Natura 2000, που πλέον καλύπτει το 18% των χερσαίων και το 4% των θαλάσσιων εκτάσεων της ΕΕ. Σε σχέση με την προηγούμενη αξιολόγηση (2001–2006) το ποσοστό ειδών των οποίων δεν γνωρίζουμε την κατάσταση διατήρησης μειώθηκε από 31% σε 17%. Για τους οικοτόπους το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε από 18% σε 7%. Σύμφωνα με την αξιολόγηση για το διάστημα 2007-2012 (στην οποία σημειώστε ότι η Ελλάδα δεν συμμετείχε διότι δεν συγκέντρωσε τα σχετικά στοιχεία), το 60% των ειδών και το 77% των οικοτόπων βρίσκονται σε κακή κατάσταση διατήρησης. Η έκθεση αναφέρει ότι ο στόχος του 2011 για ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας μέχρι το 2020 δεν πρόκειται να επιτευχθεί.

Η θαλάσσια και παράκτια βιοποικιλότητα επίσης φθίνει. Μόλις 95 των θαλάσσιων οικοτόπων και 7% των θαλάσσιων ειδών που αξιολογήθηκαν βρίσκονται σε καλή κατάσταση διατήρησης. Για τα εμπορεύσιμα αλιευτικά αποθέματα που αξιολογήθηκαν η πίεση φαίνεται να μειώνεται στη Βαλτική και τον Ατλαντικό, αφού το ποσοστό όσων υπεραλιεύονται έπεσε από 94% το 2007 σε 41% το 2014. Αντίθετα, στη Μεσόγειο υπεραλιεύεται το 91% από τα αποθέματα που αξιολογήθηκαν (που είναι πολύ λιγότερα από όσα αξιοποιούνται εμπορικά). Υπάρχουν επίσης σημαντικά κενά γνώσης για τα θαλάσσια είδη και οικοτόπους.

Για τα επόμενα 20 χρόνια εκτιμάται ότι τα υποκείμενα αίτια απώλειας βιοποικιλότητας και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα συνεχιστούν και ότι δύσκολα θα αντιμετωπιστούν χωρίς πλήρη εφαρμογή των σχετικών πολιτικών σε όλες τις χώρες.

Αλλαγές και εντατικοποίηση χρήσεων γης. Η υποβάθμιση, ο κατακερματισμός και η μη αειφορική χρήση της γης θέτει σε κίνδυνο βασικές οικοσυστημικές υπηρεσίες, απειλεί τη βιοποικιλότητα και επιτείνει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών καταστροφών. Πάνω από το 25% της έκτασης της Ευρώπης επηρεάζεται από υδατογενή διάβρωση εδαφών που επιβαρύνει τις λειτουργίες του εδάφους και την ποιότητα των υδάτων, ενώ σημαντικά προβλήματα είναι και ρύπανση εδαφών και η ερημοποίηση. Το 30% των ευρωπαϊκής έκτασης είναι κατακερματισμένο, γεγονός που επηρεάζει τη συνοχή και την υγεία των οικοσυστημάτων αλλά και τη δυνατότητά τους να προσφέρουν βιώσιμους οικοτόπους για τα είδη τους. Εκτιμάται ότι τα επόμενα 20 χρόνια οι συνθήκες και οι πιέσεις δεν θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Αν και δεν υπάρχουν δεσμευτικοί στόχοι, γίνεται προσπάθεια αποκατάστασης τουλάχιστον του 15% των υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων ως το 2020, ενώ προβλέπεται μηδενική «απώλεια γης» ως το 2050.

Υδάτινα συστήματα. Παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών, με μοχλό την Οδηγία για τα Ύδατα, η πρόοδος είναι μικρή. Στο τέλος του 2015 εκτιμάται ότι το 53% των χερσαίων υδάτινων συστημάτων θα βρίσκεται σε καλή οικολογική κατάσταση, έναντι 43% το 2009. Πάνω από το 90% των ποταμών και λιμνών της Γερμανίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου, και τα παράκτια ύδατα στη Βόρεια και στη Μαύρη Θάλασσα βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Περισσότερο από το 40% των ποταμών και των παράκτιων υδάτων της Ευρώπης ρυπαίνονται από την αγροτική παραγωγή, ενώ το 20-25% επηρεάζεται από τοπικές πηγές ρύπανσης, όπως η βιομηχανική δραστηριότητα και η απουσία αποχέτευσης και βιολογικών καθαρισμών. Στην Ελλάδα, στη χειρότερη κατάσταση βρίσκονται τα επιφανειακά νερά στην Αττική και ακολούθως στη Θεσσαλία, την Κεντρική Μακεδονία και την Κρήτη.

Απορρίμματα. Αν και η διαχείριση των απορριμμάτων παρουσιάζει σταθερή βελτίωση, η Ευρώπη απέχει ακόμα πολύ από τα χαρακτηριστικά μιας «κυκλικής οικονομίας όπου τίποτα δεν σπαταλιέται». Η μέση παραγωγή απορριμμάτων ανά κάτοικο στην Ευρώπη είναι 481 κιλά ετησίως (από 270 κιλά στη Ρουμανία ως 700 κιλά στην Ελβετία). Το 2012 η παραγωγή απορριμμάτων ανά κάτοικο στην Ευρώπη ήταν μόλις 4% χαμηλότερη σε σχέση με το 2004.

Αρκετές χώρες έχουν σημειώσει πρόοδο στην ανακύκλωση: η Βρετανία, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Σλοβενία αύξησαν την τελευταία δεκαετία τις ποσότητες που ανακυκλώνουν περισσότερο από 20%. Ο μέσος όρος ανακύκλωσης στην Ευρώπη ανέβηκε από 28% το 2004 σε 36% το 2012. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση ανάμεσα σε 35 ευρωπαϊκές χώρες, αφού ανακυκλώνει μόλις το 18% των απορριμμάτων της. Η επίτευξη του στόχου ανακύκλωσης του 50% των απορριμμάτων τους έως το 2020 θα χρειαστεί αρκετή ακόμα προσπάθεια.

Δράσεις για το κλίμα. Οι πολιτικές για το κλίμα αποδίδουν καρπούς, καθώς οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν μειωθεί κατά 19% από το 1990, ενώ η οικονομία της ΕΕ αναπτύχθηκε κατά 45%. Οι στόχοι του 2020 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση είναι εφικτό να επιτευχθούν. Ωστόσο, οι υφιστάμενες πολιτικές και μέτρα δεν θα επαρκέσουν για την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου μείωσης των εκπομπών κατά 80-95% έως το 2050. Η ΕΕ ήδη εκπονεί νέες προτάσεις πολιτικών για μείωση των εκπομπών κατά 40% έως το 2030, όπως συμφωνήθηκε πέρυσι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Ποιότητα του αέρα. Σύμφωνα με την έκθεση, ο αέρας σήμερα είναι πολύ καθαρότερος απ’ ό,τι τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εκπομπές ορισμένων αέριων ρύπων όπως το διοξείδιο του θείου (SO2) και τα οξείδια του αζώτου (NOx) έχουν μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο, η κακή ποιότητα του αέρα εξακολουθεί να αποτελεί την πρώτη περιβαλλοντική αιτία πρόωρων θανάτων στις χώρες της Ένωση. Η ΕΕ θα προτείνει τροποποιημένη δέσμη μέτρων για την ποιότητα του αέρα, για να διασφαλίσει την επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων στον τομέα αυτό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης απουσιάζουν από την Έκθεση. Επίσης, για την Ελλάδα παρουσιάζεται μια «μαγική» εικόνα, αφού αναφέρονται μέτρα και νομοθετικές ρυθμίσεις που είτε δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί. είτε έχουν εγείρει σημαντικές αντιδράσεις, ενώ αγνοούνται σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα και οι μεγάλες υστερήσεις στην αντιμετώπιση των περισσότερων από αυτά.

Πάντως, η Έκθεση έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και μπορείτε να την βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.eea.europa.eu/soer.