A multi-function tool

ΕΝΑ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΓΙΑ ΠΟΛΛΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ.

 

 

Τσιμπάει, τρυπάει, γραπώνει, καρφώνει, αρπάζει, κόβει, σκίζει, σκαλίζει, σπάει, ξετρυπώνει, φιλτράρει, ανοίγει όστρακα και σμιλεύει το ξύλο.

Το ράμφος των πουλιών είναι ένα εργαλείο που έχει εξελικτικά προσαρμοστεί για να καλύπτει μια τεράστια ποικιλία τροφικών αναγκών. Παράλληλα χρησιμεύει για τη μεταφορά υλικού και την κατασκευή της φωλιάς, για τον καθαρισμό των φτερών και του σώματος του πουλιού, για τη «θώπευση» του συντρόφου, όπως κάνουν πολλοί παπαγάλοι, αλλά και ως όπλο στις αψιμαχίες του ζευγαρώματος.

Το ράμφος αποτελείται από τις δύο γνάθους, την άνω και την κάτω, αντίστοιχες με τις σιαγόνες των θηλαστικών, υποκαθιστά όμως και τα χείλη και τα δόντια των θηλαστικών, που δεν υπάρχουν στα πουλιά. Το μέγεθος και το σχήμα του ποικίλει αφάνταστα.

Οι δύο γνάθοι καλύπτονται από ένα εξωτερικό περίβλημα κερατίνης που ονομάζεται ραμφοθήκη. Η ραμφοθήκη συνήθως ακολουθεί τη μορφολογία των υποκείμενων οστών, ενίοτε όμως δημιουργεί παχύνσεις που αλλάζουν το σχήμα του ράμφους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα εξογκώματα στη βάση του ράμφους των κύκνων και η τομική εντομή, μια αιχμή που φέρουν τα ράμφη των αρπακτικών και είναι εξεσημασμένη στα γεράκια του γένους Falco. Στα περισσότερα είδη η ραμφοθήκη είναι σκληρή. Κάποια παρυδάτια, όπως τα μπεκατσίνια και οι μπεκάτσες, έχουν πιό μαλακό ράμφος, ειδικά στο άκρο του που είναι αγγειοβριθές, γεμάτο νευρικές απολήξεις και χρησιμεύει ως «αισθητήριο» όργανο. Το ράμφος των περιστεροειδών και κάποιων χαραδριόμορφων είναι σκληρό στο άκρο του, αλλά στη βάση του σχηματίζει ένα μαλακό κάλυμα για τα ρουθούνια. Στους παπαγάλους, σε κάποια θαλασσοπούλια αλλά ιδιαίτερα στα αρπακτικά πουλιά, η μαλακή μεμβράνη που καλύπτει τη βάση της άνω γνάθου και περιβάλει τα ρουθούνια είναι πολύ ανεπτυγμένη και ονομάζεται κήρωμα.

Το άκρο του ράμφους φθείρεται με τη χρήση, ειδικά σε είδη που τρέφονται στο έδαφος όπως οι πέρδικες και οι σπίζες, αλλά και στους δρυοκολάπτες, και η ραμφοθήκη μεγαλώνει συνέχεια ώστε να διατηρείται το σχήμα του. Σε περιπτώσεις τραυματισμού που μεταβάλει την επαφή των γνάθων η φθορά είναι ανομοιόμορφη και η μία γνάθος μπορεί να γίνει μεγαλύτερη από την άλλη ή να μεγαλώνει στραβά. Αυτά τα πουλιά συνήθως αντιμετωπίζουν δυσκολίες διατροφής και συχνά πεθαίνουν από ασιτία.

Δείτε παρακάτω διάφορα παραδείγματα ραμφών.

  • Τα κοφτερά άκρα του ράμφους του χρυσαετού τού επιτρέπουν να σκίζει με ευκολία το δέρμα της λείας του, εδώ ενός λαγού, και να τεμαχίζει χόνδρους και κόκαλα.
  • Ένα διπλοσάινο διαμελίζει ένα θηλυκό αγριόκουρκο. Διακρίνεται το κίτρινο κήρωμα και η μάλλον ρηχή τομική εντομή.
  • Το λεπτό, μακρύ ράμφος του τοιχοδρόμου τού επιτρέπει να ψάχνει και να ξετρυπώνει έντομα μέσα στις στενές σχισμές των βράχων.
  • Όταν βρίσκουν άφθονη λεία, πολλά πουλιά, όπως αυτή η καρακάξα και ο αυτός ο νεροκότσυφας, συγκεντρώνουν τροφή στο ράμφος τους και τη μεταφέρουν στη φωλιά για να ταΐσουν τα μικρά τους.
  • Οι δρυοκολάπτες έχουν ισχυρό ράμφος που μοιάζει με σμίλη. Η ιδιαιτερες ανατομικές προσαρμογές του κρανίου τους τούς επιτρέπουν να χτυπούν το ξύλο με μεγάλη δύναμη και ταχύτητα χωρίς «παρενέργειες». Έτσι μπορούν να σμιλεύουν το ξύλο, όπως αυτός ο βαλκανικός δρυοκολάπτης για να ανοίγουν τις φωλιές τους αλλά και να βρίσκουν τα έντομα που προτιμούν. Ο στραβολαίμης έχει αδύναμο ράμφος και είναι ο μόνος δρυοκολάπτης που δεν σκάβει φωλιές αλλά χρησιμοποιεί φυσικές τρύπες στους κορμούς. Τρέφεται κυρίως με μυρμήγκια.
  • Το μακρύ αιχμηρό ράμφος των μελισσοφάγων σε συνδυασμό με την πτητική τους δεινότητα, τούς επιτρέπει να συλλαμβάνουν ακόμα και ταχύτατα εντομα όπως οι λεβελούλες στον αέρα. Είναι επίσης ένα πολύ καλό εργαλείο για να προσφέρουν τροφή στη μελλοντική σύντροφό τους κατά τη διαδικασία του φλερτ.
  • Οι ερωδιοί χρησιμοποιούν το στιβρό, αιχμηρό ράμφος τους για να καμακώνουν τη λεία τους, κυρίως υδρόβια σπονδυλωτά και ασπόνδυλα. Το θήραμα μπορεί να είναι μικρό όπως αυτός ο γυρίνος που έπιασε ο σταχτοτσικνιάς, αλλά και μεγάλο όπως αυτός ο βαλκανοβάτραχος. Ο κρυπτοστικνιάς αυτός παιδεύτηκε αρκετά για να τον καταπιεί.
  • Όσο κι αν ανοίγει το ράμφος του, αυτή είναι μάλλον «μεγάλη μπουκιά» για το σκουφοβουτηχτάρι, ενώ αυτό το νανοβουτηχτάρι βρήκε κάτι στα μέτρα του.
  • Πολλά από τα παρυδάτια πουλιά ψάχνουν για τροφή «στα τυφλά» στο νερό ή τη λάσπη, με οδηγό το ευαίσθητο άκρο του ράμφους τους που αντιλαμβάνεται αμέσως την επαφή με λεία. Οι λιμόζες σκαλίζουν τη λάσπη, οι αβοκέτες σπαθίζουν με το κυρτό τους ράμφος το νερό κινώντας το αριστερά-δεξιά, ενώ οι χουλιαρομύτες χρησιμοποιούν το ράμφος τους σαν φτυάρι και αναδεύουν τη λάσπη μέχρι να βρούν και να αρπάξουν κάτι, όπως αυτός ο γυρίνος. Οι χαλκόκοτες ψάχνουν και σε πιο στεγνά μέρη, χώνοντας το κυρτό ράμφος τους στη λάσπη για να αρπάξουν σκουλήκια. Οι στρειδοφάγοι ψάχνουν και αυτοί στη λάσπη, ανοίγουν όμως τα όστρακα δίθυρων μαλακίων με μεγάλη ευκολία (εξ ου και το όνομά τους) χρησιμοποιώντας το ισχυρό τους ράμφος σαν λοστό. Η μεγάλη ποικλία σχημάτων και μηκών στα ράμφη των παρυδάτιων πουλιών επιτρέπει σε πολλά είδη να τρέφωνται ταυτόχρονα στην ίδια περιοχή αφού χρησιμοποιούν πιο ρηχά ή πιο βαθειά νερά, πιο υγρά ή πιο στεγνά σημεία κ.λπ.
  • Καμμιά φορά το μέγεθος της λείας είναι δυσανάλογο με το μέγεθος του θηρευτή. Αυτός ο πελαργός για πολλή ώρα άρπαζε και έτρωγε ακρίδες, σκαθάρια και άλλα μικρά έντομα σε ένα υγρολίβαδο στη Λέσβο.
  • Η σακούλα των πελεκάνων είναι σίγουρα μια από τις πιο εντυπωσιακές προσαρμογές ράμφους. Οι πελεκάνοι βουτούν το κεφάλι τους στο νερό για να αρπάξουν ψάρια, δεν καταδύονται όμως και έτσι ψαρεύουν μόνο σε ρηχά νερά, όπου προσπαθούν να στριμώξουν τα ψάρια κοντά σε όχθες. Οι αργυροπελεκάνοι ψαρεύουν και σε πιο βαθιά νερά, καθώς «συνεργάζονται» με τους κορμοράνους που κυνηγούν υποβρύχια και σπρώχνουν τα ψάρια στην επιφάνεια.
  • Τα σποροφάγα πουλιά όπως οι σπίζες έχουν ισχυρά ράμφη για να μπορούν να σπάσουν το σκληρό περίβλημα των σπόρων. Ανάμεσα στα πιό ισχυρά είναι και το ιδιόμορφο ράμφος του σταυρομύτη.
  • Αν και το αγιοπούλι είναι κυρίως εντομοφάγο (μάλιστα ονομάζεται και ακριδοθήρας) δεν αφήνει ανεκμετάλλευτους καρπούς και σπόρους αν τους βρεί.
  • Τα γλαρόνια, όπως αυτό το ποταμογλάρονο, συνήθως αρπάζουν το θήραμά τους βουτώντας από ψηλά στο νερό.
  • Οι κεφαλάδες, όπως αυτός ο κοκκινοκεφαλάς , έχουν ισχυρό ράμφος και μπορούν να τεμαχίζουν τη λεία τους. Αν το θήραμα είναι μικρό το συγκρατούν με τα πόδια τους. Αν όμως είναι μεγάλο το καρφώνουν σε κάποιο αγκάθι ή αιχμηρό κλαδί για να μπορέσουν να το κομματιάσουν.
  • Μιά νεροκελάδα με παραμορφωμένη άνω γνάθο.
  • Ανάμεσα στους πιο επιδέξιους «χειριστές» του ράμφους τους είναι οι υφαντές (ή πλοκείς) της Αφρικής που φτιάχνουν τις φωλιές τους από σχιχτοπλεγμένα χόρτα στις άκρες των κλαδιών.

 

 

 

 

 

 

 

 

From wetland to fields to …wetland?

ΑΠΟ ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ ΧΩΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΧΩΡΑΦΙΑ …ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ;

 

 

 

Η λίμνη Κάρλα ή Βοιβηίς, όπως ήταν το αρχαίο της όνομα, βρισκόταν στο νοτιοανατολικό άκρο του κάμπου της Λάρισας, στους πρόποδες του όρους Μαυροβούνι. Τα όριά της προς τα δυτικά ήταν ασαφή, καθώς η έκτασή της μεταβαλλόταν ανάλογα με τις χειμωνιάτικες βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες του Πηνειού.

Ως μέγιστη έκταση καταγράφονται 180.000 στρέμματα τον πολύ βροχερό χειμώνα του 1920-1921 και δεύτερη μεγαλύτερη 145.000 στρέμματα με τις πλημμύρες του 1930-1931. Μετά την κατασκευή αντιπλημμυρικών αναχωμάτων στον Πηνειό το 1940 η έκταση της λίμνης κυμαινόταν μεταξύ 40.000 και 110.000 στρεμμάτων.

Περίπου 1.000 οικογένειες ζούσαν γύρω της, ψαρεύοντας και πλέκοντας καλάθια από τα ανεξάντλητα ψαθιά της, κυνηγώντας τα πουλιά και καλλιεργώντας μικρά χωράφια στις όχθες της, ενώ στην περιοχή υπολογίζεται ότι εκτρέφονταν περίπου 10.000 ζώα.

Αν και τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι αποσπασματικά και ελλειπή, δείχνουν πως η Κάρλα ήταν ένας εξαιρετικός υγρότοπος. Οι εκτεταμένες ρηχές περιοχές στα όρια της λίμνης φιλοξενούσαν τεράστιους αριθμούς από υδρόβια, παρυδάτια και καλοβατικά πουλιά. Γνωρίζουμε ότι το χειμώνα 1945-46 μετρήθηκαν εκεί πάνω από 10.000 «γκρίζες» χήνες, ότι αναπαράγωνταν πελεκάνοι και ότι, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ήταν μια από τις ελάχιστες περιοχές της Ευρώπης που φώλιαζαν σε μικρή απόσταση και τα τρία είδη μεγάλων αετών (χρυσαετός, θαλασσαετός, βασιλαετός). Στην περιοχή υπήρχαν όρνια, ασπροπάρηδες, ακόμα και μαυρόγυπες, και οι ωτίδες ήταν κοινές στον κάμπο. Κατά τη μόνη επίσκεψη στο πλαίσιο του διεθνούς προγράμματος «Μεσοχειμωνιάτικων Μετρήσεων Υδρόβιων Πουλιών», το 1964 (όταν μάλιστα είχαν αρχίσει τα έργα αποξήρανσης), οι Hoffmann, Olney και Swift κατέγραψαν εκεί 435.000 παπιά και φαλαρίδες. Σημειώστε ότι ο αριθμός αυτός είναι ίσος ή και μεγαλύτερος από το μέσο όρο των μετρήσεων για ολόκληρη την Ελλάδα τις δύο τελευταίες δεκαετίες! Οι ερευνητές αναφέρουν μάλιστα ότι οι τεράστιοι αυτοί πληθυσμοί μάλλον σχετίζονταν με τα ρηχά νερά, γεγονός απόλυτα τεκμηριωμένο σήμερα, όχι όμως και τότε. Οι 10.000 κορμοράνοι και 2.000 λαγγόνες που επίσης αναφέρονται ήταν αριθμός μοναδικός για την Ελλάδα. Τουλάχιστον 55 από τα είδη που είχαν καταγραφεί εκεί περιλαμβάνονται σήμερα στην Οδηγία 72/409/ΕΟΚ για τα πουλιά ενώ, αν η λίμνη δεν είχε αποστραγγιστεί, σίγουρα θα είχε περιληφθεί στον εθνικό κατάλογο της Σύμβασης Ραμσάρ.

Η ιστορία της Κάρλας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης των ελληνικών υγροτόπων μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και της προχειρότητας με την οποία διαχρονικά αντιμετώπισε (και ίσως αντιμετωπίζει ακόμα) τα θέματα των υδάτινων πόρων το ελληνικό δημόσιο.

Την εποχή εκείνη η ανάγκη για γεωργική γη, για έλεγχο των πλημμυρών και για καταπολέμηση της ελονοσίας, σε χρόνο μάλιστα που έννοιες όπως «προστασία των φυσικών πόρων» και «αειφόρος διαχείριση» δεν υπήρχαν ούτε καν ως ιδέες, οδήγησε σε εκτεταμένες αποξηράνσεις. Αν και τα διαθέσιμα στοιχεία είναι λιγοστά, εκτιμάται ότι μεταξύ 1920-1980 χάθηκαν 3.000.000 στρέμματα υγροτοπικών ενδιαιτημάτων στην ηπειρωτική χώρα, ή περίπου το 61% της συνολικής έκτασης υγροτόπων. Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 33% στην Πελοπόννησο, μέχρι και 95% στη Θεσσαλία όπου απομένουν σήμερα λιγότερα από 15.000 στρέμματα. Κάποιοι υγρότοποι αποστραγγίστηκαν τελείως, όπως η Κωπαΐδα, η λίμνη του Αχινού και τα έλη των Γιαννιτσών, ενώ αυτοί που απομένουν σήμερα στη Στερεά Ελλάδα, Μακεδονία, Ήπειρο και Θράκη απώλεσαν σημαντικά τμήματά τους – το 64%, το 73%, το 40% και το 57% της αρχικής έκτασής τους αντίστοιχα. Αν συνυπολογιστούν και τα υγροτοπικά ενδιαιτήματα που χάθηκαν από αντιπλημμυρικά έργα, καταστροφή υδροχαρών δασών και αρδευτικά έργα κατά μήκος ποταμών, η συνολική απώλεια μπορεί να φτάνει και τα 10.000.000 στρέμματα.

Οι μελέτες για την πλήρη αξιοποίηση της πεδιάδας της Λάρισας, που περιλάμβαναν μερική ή ολική αποστράγγιση της Κάρλας, είχαν αρχίσει ήδη από το 1887. Τελικά τα έργα για την αποξήρανση ξεκίνησαν το 1962 με βάση της μελέτη Παπαδάκη του 1953. Κατασκευάστηκε σήραγγα διαμέτρου 10 μέτρων που οδηγεί τα νερά στον Παγασητικό κόλπο και δίκτυο στραγγιστικών τάφρων, δρόμων κ.λπ. σε έκταση 185.000 στρεμμάτων. Αν και η μελέτη προέβλεπε αποστράγγιση μέρους μόνο της λίμνης και δημιουργία ταμιευτήρα για άρδευση με κατασκευή αναχώματος στη δυτική πλευρά, το τμήμα αυτό ανγοήθηκε και η λίμνη αποξηράνθηκε τελείως. Φαίνεται πως επικράτησαν οι πολιτικές σκοπιμότητες (παραχώρηση κλήρων για εκμετάλλευση στου ντόπιους) και η ανάγκη περιορισμού του κόστους που θα απαιτούσε το σύνολο του έργου.

Τα αποτελέσματα, φυσικά, δεν ήταν τα αναμενόμενα. Πέρα από την πλήρη καταστροφή του υγροτόπου, η εντατικοποίηση της γεωργίας αύξησε τις αρδευτικές απαιτήσεις ενώ το διαθέσιμο νερό ήταν πολύ λιγότερο. Οι ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις αλλά και ο περιορισμός του εμπλουτισμού του υπόγειου υδροφορεα με την απομάκρυνση της επιφανειακής απορροής προς τη θάλασσα, οδήγησαν σε συνεχή πτώση της υπόγειας στάθμης και κίνδυνο υφαλμύρωσής του. Παράλληλα η μικρή διατομή της σήραγγας δεν επέτρεπε την πλήρη απομάκρυνση των υδάτων το χειμώνα, με αποτέλεσμα περιοδική κατάκλυση των χαμηλότερων εκτάσεων. Χρειάστηκε μάλιστα να γίνουν και συμπληρωματικά αντιπλημμυρικά και στραγγιστικά έργα το 1977. Επίσης αυξήθηκε σημαντικά η χρήση των αγροχημικών, ενώ μέρος των προβλημάτων ρύπανσης του Παγασητικού αποδίδεται στα μεταφερόμενα από την Κάρλα ύδατα.

Οι κοινωνικές αναταράξεις ήταν επίσης μεγάλες, καθώς οι σχετικές μελέτες ήταν καθαρά τεχνικές και δεν ασχολήθηκαν με τις πιθανές επιπτώσεις στον πληθυσμό ενώ αγνόησαν και τις ιδιαίτερες συνθήκες του τόπου. Η νέα καλλιεργήσιμη γη καταπατήθηκε από τους μεγαλοϊδιοκτήτες των παρακείμενων εκτάσεων, οι οποίοι συχνά κατοχύρωσαν (με τους …γνωστούς τρόπους) και τίτλους ιδιοκτησίας. Οι ακτήμονες δεν έλαβαν μερίδιο γης με αποτέλεσμα έντονες αντιπαραθέσεις, ενώ υπήρξε ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα, κυρίως των πρώην ψαράδων, και συρρίκνωση των γειτονικών χωριών. Ο νόμος 1341/83 προσπάθησε να ρυθμίσει τα θέματα ιδιοκτησίας υπέρ των μικροϊδιοκτητών και ακτημόνων, υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ακόμα εκκρεμούν.

Το 1977 παρουσιάστηκε η πρώτη μελέτη επαναπλημμυρισμού της Κάρλας και ακολούθησαν, κατά την πάγια τακτική, πολλές άλλες που εξέταζαν την δημιουργία ενός μεγάλου ταμιευτήρα ή δεκάδων μικρότερων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μάλιστα, η ανάπλαση της Κάρλας συνδέθηκε και με τη μεταφορά των υδάτων του Αχελώου στη Θεσσαλία. Κάπου στα ψιλά γράμματα υπήρχαν αόριστες αναφορές στα «… περιβαλλοντικά λάθη του παρελθόντος».

Μπροστά όμως στην απόλυτη άρνηση των υπηρεσιών της ΕΕ να χρηματοδοτήσουν ταμιευτήρες και αρδευτικά δίκτυα το έργο παρουσιάστηκε ως περιβαλλοντικό (γνωστή τακτική του αρμόδιου υπουργείου), με υποτιθέμενο στόχο την αποκατάσταση και διατήρηση των υγροτοπικών λειτουργιών. Και ως τέτοιο εγκρίθηκε, με προϋπολογισμό 246 εκατομμυρίων ευρώ, από το «Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Περιβάλλον» (ΕΠΠΕΡ). Φυσικά, απώτερος στόχος ήταν πάντα η αντιπλημμυρική προστασία και η άρδευση, ο δε σχεδιασμός για την αποκατάσταση ενδιαιτημάτων και τη στήριξη της βιοποικιλότητας ήταν ελάχιστος (συχνά μάλιστα χάρη σε αυθαίρετες πρωτοβουλίες των επιστημονικών συμβούλων που συνέταξαν τις μελέτες).

Όταν όμως το 2009 άρχισε η λεκάνη της Κάρλας να πλημμυρίζει, τα πουλιά λες και ανέσυραν την ύπαρξή της από τη συλλογική τους μνήμη. Καταγραφές το 2009 και 2010 έδειξαν πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις κατά τις μεταναστευτικές περιόδους, αλλά και αναπαραγωγή ερωδιών, παπιών και άλλων υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών, μεταξύ τους και πολλών σπάνιων και προστατευόμενων ειδών, σε μεγάλους αριθμούς.

Η Κάρλα ξανάγινε υγρότοπος σχεδόν μέσα σε μια χρονιά! Και μάλιστα πληροί όλα τα αριθμητικά κριτήρια για να περιληφθεί στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας του δικτύου Natura 2000 αλλά και να ενταχθεί στους υγρότοπους της Σύμβασης Ραμσάρ.

Το ζητούμενο πλέον είναι αν θα παραμείνει υγρότοπος ή θα μεταβληθεί σε στείρο ταμιευτήρα. Η πρόθεση των αρμοδίων φορέων είναι, φυσικά, να γεμίσουν τη λίμνη σε μεγάλο βάθος ώστε να υπάρχει νερό για άρδευση. Προγραμματίζεται επίσης η κατασκευή κωπηλατοδρομίου για τους Μεσογειακούς Αγώνες του 2013 που θα φιλοξενήσουν από κοινού ο Βόλος και η Λάρισα, για την περαιτέρω «ανάπτυξη» της περιοχής. Αυτό το έργο θα καταστρέψει μεγάλη έκταση ενδιαιτημάτων στην περιφέρεια του υγρότοπου ενώ έχουμε πια παραδείγματα ότι τέτοιες κατασκευές έχουν πολύ μικρή χρησιμότητα στο μέλλον και συνήθως παραδίδονται στην τύχη.

Με αυτά τα δεδομένα, απαιτείται άμεσα σχέδιο για τη σωστή, πολύπλευρη διαχείριση των υδάτων, αλλά και της παρακάρλιας ζώνης γενικότερα, με κύριο στόχο τη διατήρηση των ρηχών περιοχών. Ο Φορέας Διαχείρισης θα πρέπει να πιέσει το αρμόδιο υπουργείο και τις σχετικές υπηρεσίες για να πετύχει το έργο της Κάρλας το στόχο που τέθηκε στις προδιαγραφές του και για τον οποίο φαίνεται ότι έγινε.

Την περιβαλλοντική αποκατάσταση.

 

Approaching 2020

ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ 2020.

 

 

Το δίκτυο Natura 2000 είναι, αναμφισβήτητα, ένα σημαντικό επίτευγμα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το περιβάλλον. Περιλαμβάνει σήμερα 25.000 περιοχές στις 27 χώρες, καλύπτει συνολικά μεγαλύτερη έκταση από οποιαδήποτε χώρα-μέλος (περίπου το 17% της συνολικής έκτασης της ΕΕ) και είναι το μεγαλύτερο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών στον κόσμο.

Το αυστηρό νομικό πλαίσιο των δύο Οδηγιών (Οδηγία για τα πουλιά και Οδηγία για τα είδη και τους οικοτόπους) που αποτελούν τη βάση του έχει εμποδίσει την καταστροφή αναντικατάστατων φυσικών περιοχών και έχει επιβάλει βιώσιμες πρακτικές. Η Κοινοτική χρηματοδότηση έχει παίξει καθοριστικό ρόλο για την προστασία κάποιων από τα πλέον απειλούμενα είδη μας.

Υπάρχει πρόοδος και για την προστασία των θαλάσσιων και εσωτερικών υδάτινων οικοσυστημάτων με την εφαρμογή της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ «Για τη Θέσπιση Πλαισίου Κοινοτικής Δράσης στον Τομέα της Πολιτικής των Υδάτων» (Οδηγία Πλαίσιο για το Νερό) και την υιοθέτηση της νέας Οδηγίας Θαλάσσιας Στρατηγικής. Αειφορικές πρακτικές βρίσκονται ήδη σε ευρεία χρήση στον αγροτικό τομέα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάζεται τις επιλογές για μια στρατηγική που θα αντιμετωπίσει την αυξανόμενη απειλή από την εισβολή ξενικών ειδών. Γίνονται επίσης προσπάθειες για τη μείωση των επιπτώσεων των προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης στη βιοποικιλότητα, εντός και εκτός ΕΕ. Έτσι, το Σχέδιο Δράσης για τη Βιώσιμη Κατανάλωση και παραγωγή στοχεύει στην τιθάσευση των δυνάμεων της εσωτερικής αγοράς, ενώ το Σχέδιο Δράσης για Επιβολή της Δασικής Νομοθεσίας και για το Εμπόριο Ξυλείας επιδιώκει να σταματήσει τη διάβρωση του φυσικού κεφαλαίου.

Παρά όμως τα επιτεύγματα, υπάρχουν ακόμαπολλά προβλήματα.

Truths and … half-truths

ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ… ΜΙΣΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ.

 

 

Πριν λίγο καιρό έλαβα ένα μήνυμα από μια αναγνώστρια του περιοδικού που μου ζητούσε πληροφορίες για το που βρήκα τα στοιχεία που ανέφερα στο σχόλιο του προηγούμενο τεύχους για τα τρόφιμα, γιατί, όπως έλεγε, δεν μπορούσε να τα επιβεβαιώσει από τη ιστοσελίδα του Codex Alimentarius. Και όμως, τα περισσότερα στοιχεία βρίσκονταν εκεί, χωμένα όμως σε κείμενα αμέτρητων σελίδων, κάτω από βουνά τεχνικής ορολογίας, δυσπρόσιτα.

Δυσπρόσιτη είναι γενικότερα η αλήθεια σήμερα για τον πολίτη, κι ας ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Οι τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις είναι τόσο μεγάλες και ραγδαίες που απαιτούνται ιδιαίτερες, αν όχι εξειδικευμένες γνώσεις για να έχουμε έστω και βασική αντίληψη των περισσοτέρων θεμάτων. Η παγκοσμιοποίηση των εμπορικών και πάσης φύσεως οικονομικών δραστηριοτήτων έχει δημιουργήσει κολοσσούς με ασύλληπτα συμφέροντα που καθορίζουν καταναλωτικά πρότυπα, τρόπους ζωής, ακόμα και την επιβίωση των κρατών. Η χειραγώγηση των ΜΜΕ, πολιτικών, επιστημόνων, ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, ερευνητικών κέντρων κ.λπ., επιτρέπει τη διαμόρφωση της γνώμης (ατομικής και Κοινής) κατά το δοκούν με τη διαστρέβλωση στοιχείων και μελετών που είναι σχεδόν αδύνατο να ελεγχθούν, την επιλεκτική παρουσίαση επιχειρημάτων, την υποδαύλιση του φόβου. Η ύπαρξη του Διαδικτύου λειτουργεί αντιρροπιστικά, σε κάποιο βαθμό, και εκεί όμως η ανωνυμία και η αδυναμία τεκμηρίωσης δεν διασφαλίζουν την ακριβή πληροφόρηση.

Τα παραδείγματα, δυστυχώς, είναι αμέτρητα γύρω μας. Από την οικονομική κρίση για τις παραμέτρους της οποίας ελάχιστα γνωρίζουμε, ως τη «γρίπη των χοίρων» –αλήθεια γιατί ξεχάστηκε τελείως μόλις αγοράστηκαν τα εμβόλια; – και την τεράστια καταστροφή στον κόλπο του Μεξικού.

Στα θέματα του περιβάλλοντος οι πολίτες αδυνατούν να σχηματίσουν ουσιαστική, τεκμηριωμένη άποψη, άρα και να συμμετέχουν στις διαδικασίες και να πιέσουν για λύσεις.

Πάρτε το θέμα των ΑΠΕ. Οι περισσότεροι φαντάζομαι (όπως και εγώ) πιστεύουν ακράδαντα στην ανάγκη απόλυτης απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και την προώθηση των ΑΠΕ στο μέγιστο δυνατόν. Παρ’ όλα αυτά, όπως θα είδατε όσοι διαβάσατε τις ποικίλες απόψεις στο αφιέρωμα του προηγουμένου τεύχους για τις ανεμογεννήτριες, δεν πρόκειται για τη «μαγική» λύση όλων των προβλημάτων, όπως περίπου παρουσιάζονται. Υπάρχουν επιπτώσεις στη φύση, τεχνικά προβλήματα, αμφισβητήσεις και οικονομικά συμφέροντα, πολλά από τα οποία έντεχνα αποσιωπούνται με …μισές αλήθειες, ισοπεδώνονται με απλουστευτικά (και συνήθως απλοϊκά) επιχειρήματα του τύπου «έτσι γίνεται στη Δανία, μπορούμε να το κάνουμε και εδώ», ενώ όσοι εκφράζουν αυτές τις αμφιβολίες λοιδορούνται ή στηλιτεύονται ως πολέμιοι της πράσινης ανάπτυξης, των εθνικών συμφερόντων και της σωτηρίας του πλανήτη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η συμμετοχή σε «ανοιχτή διαβούλευση» για το νέο Ενεργειακό Σχεδιασμό της χώρας –το κείμενο του οποίου περιγράφεται στον τύπο ως 67 σελίδες τεχνικής παρουσίασης για πολύ δυνατούς «λύτες»(!)– φαίνεται μάλλον ανέφικτη για να μην πω αστεία.

Στους εθνικούς στόχους περιλαμβάνεται η συμμετοχή των βιοκαυσίμων κατά 10% στις μεταφορές, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΕΕ (Οδηγία 2009/28/EC). Η ευρεία χρήση όμως των βιοκαυσίμων βρίσκεται υπό αμφισβήτηση και είναι ένας άλλος τομέας όπου τα πράγματα κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα είναι.

Η αιθανόλη, το βιοντήζελ κ.ά. παρουσιάστηκαν ως υποκατάστατα των συμβατικών καυσίμων και προωθήθηκαν εντονότατα χωρίς να είναι σαφείς οι παράμετροι της διαδικασίας παραγωγής τους, οι πιθανές συγκρούσεις με τη γεωργία και κτηνοτροφία και οι πιθανές επιδράσεις στο διεθνές εμπόριο.

Η ραγδαία στροφή προς την καλλιέργεια βιοκαυσίμων σε βάρος των τροφίμων στη Μαλαισία, Ινδονησία, Βραζιλία, Μεξικό και αλλού οδήγησε σε ελλείψεις σιτηρών, ρυζιού, και καλαμποκιού το 2008 με μεγάλες ανατιμήσεις (καταγράφηκαν οι υψηλότερες τιμές 30ετίας) και σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις. Παράλληλα αποξηράνθηκαν υγρότοποι και κάηκαν τεράστιες εκτάσεις δασών στη νοτιοανατολική Ασία, με αποτέλεσμα έκλυση μεγάλων ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου. Η απώλεια γεωργικής γης συνεχίζεται, ενώ χάνονται γοργά και τα βοσκολίβαδα της Βραζιλίας με αποτέλεσμα τα κοπάδια να οδηγούνται βορειότερα σε εκτάσεις που προέρχονται από αποδάσωση στη λεκάνη του Αμαζονίου. Ακόμα και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη, πολλοί αγρότες στράφηκαν στον ηλιόσπορο εγκαταλείποντας παραδοσιακές καλλιέργειες, βασιζόμενοι σε αβέβαιες υποσχέσεις για απορρόφηση της παραγωγής τους,

Για να είναι ένα βιοκαύσιμο αποδοτικό στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, πρέπει να έχει θετικό συντελεστή, δηλαδή να παράγει κατά την καύση του λιγότερο άνθρακα από όσο απορροφά το φυτό. Η αιθανόλη από ζαχαροκάλαμο έχει ψηλό συντελεστή (1:8), άλλα όμως καύσιμα έχουν πολύ χαμηλότερο ως και οριακό συντελεστή (αιθανόλη από καλαμπόκι 1:1,4). Αν προστεθούν η κατανάλωση ενέργειας και οι εκπομπές ρύπων κατά την καλλιέργεια, τη διαδικασία παραγωγής του καυσίμου και τη μεταφορά του, ο συντελεστής γίνεται αρνητικός για πολλά βιοκαύσιμα.

Αν μάλιστα συνυπολογιστεί η παραγωγή αερίων από τα δάση που καίγονται για την απόκτηση καλλιεργήσιμης γης και η μείωση της δέσμευσης άνθρακα λόγω της απώλειας των δένδρων, τότε πολλά βιοκαύσιμα πιθανώς να επιτείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Η έμμεση αλλαγή χρήσεων γης (αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως indirect land-use change ή ILUC) φαίνεται πως είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την περιβαλλοντική απόδοση των βιοκαυσίμων. Μια πρόσφατη μελέτη για λογαριασμό της Ε. Επιτροπής έδειξε ότι τα βιοκαύσιμα συμβάλουν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μόνο αν παράγονται σε μικρή κλίμακα και σε «μη χρησιμοποιούμενη» γεωργική γη, ενώ υπάρχει κάποιο «κρίσιμο όριο», πάνω από το οποίο οι έμμεσες επιπτώσεις οδηγούν σε αύξηση των εκπομπών. Αν και το όριο αυτό δεν έχει δημοσιοποιηθεί, εκτιμάται απο τα στοιχεία της μελέτης ότι είναι αρκετά χαμηλό και φαίνεται πως ανατρέπει την πρόβλεψη για συμμετοχή των βιοκαυσίμων σε ποσοστό 10% στη συνολική κατανάλωση καυσίμων για μεταφορές ως το 2020. Επιπλέον η Γαλλική Υπηρεσία Περιβάλλοντος και Διαχείρισης Ενέργειας (ADEME), αναφέρει ότι οι έμμεσες επιπτώσεις πιθανώς αναιρούν κάθε περιβαλλοντικό όφελος και ότι δεν θα πρέπει να βασιζόμαστε στα βιοκαύσιμα για να μειωθούν οι εκπομπές CO2 από τις μεταφορές.

Το θέμα των ILUC αποσιωπήθηκε γενικά και έχει προκαλέσει σημαντικές εντάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόσφατα, η Γερμανική ΜΚΟ Transport & Environment, μαζί με το European Environmental Bureau, το BirdLife International και την ClientEarth, έχουν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά της Επιτροπής, γιατί κωλυσιεργούσε και τελικά αρνήθηκε να παράσχει στοιχεία και τα δεδομένα της προαναφερθείσας μελάτης, κατά παράβαση των διατάξεων περί διαφάνειας, πρόσβασης των πολιτών στην πληροφόρηση, ανοιχτής διαβούλευσης στη λήψη αποφάσεων, κ.λπ.

Παραδόξως η «δημιουργική» αξιοποίηση στοιχείων δεν είναι μονοπώλειο των «κακών» υπέρμαχων του λιγνίτη, των μεγάλων φραγμάτων και της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Την εξασκούν και οι «καλοί».

Τους τελευταίους μήνες είδαν το φως της δημοσιότητας περιπτώσεις επιλεκτικής χρήσης και παραποίησης στοιχείων από τη Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου (IPCC).

Το Νοέμβριο 2009, μετά από ηλεκτρονική εισβολή στους υπολογιστές της Μονάδας Μελέτης Κλίματος (Climate Research Unit) του Πανεπιστημίου East Anglia, δημοσιοποιήθηκαν έγγραφα και e-mails που έδειχναν παραποίηση δεδομένων, διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων και απόκρυψη στοιχείων. Αμφίβολα δεδομένα είχαν χρησιμοποιηθεί σε μια μεγάλη μελέτη για τη συμβολή της αστικής θέρμανσης στην παγκόσμια υπερθέρμανση που δημοσιεύτηκε το 1990 στο περιοδικό Nature και χρησιμοποιήθηκε από την IPCC για να στηρίξει τα συμπεράσματα και τις προτάσεις της. Μετά από αντιπαραθέσεις μηνών, ο διευθυντής της CRU, καθηγητής Phil Jones, που μάλιστα συνέγραψε το σχετικό κεφάλαιο της έκθεσης της ICPP για το 2007, παραιτήθηκε και φέρεται να παραδέχτηκε την παραποίηση των στοιχείων. Τον περασμένο Φεβρουάριο αποσύρθηκε μια μελέτη για την άνοδο της στάθμης των θαλασσών που δημοσιεύτηκε το 2009 στο περιοδικό «για να διορθωθούν τα συμπεράσματά της λόγω χρήσης εσφαλμένων στοιχείων». Η ICPP παραδέχτηκε πρόσφατα πως η περίφημη πρόβλεψη για το λειώσιμο των παγετώνων στα Ιμαλάια ως το 2035 είναι ανακριβής και βασίστηκε σε εσφαλμένα δεδομένα, αρνείται όμως να απαντήσει στην κατηγορία ότι στοιχεία για το λειώσιμο των πάγων στα βουνά βασίστηκαν σε δημοσίευμα …ορειβατικού περιοδικού. Πρόσφατα επίσης η Ολλανδική κυβέρνηση ζήτησε εξηγήσεις γιατί σε άλλη έκθεση της ICPP παροθσιάζεται πολύ μεγαλύτερο ποσοστό της χωρας κάτω από τη στάθμη της θάλασσας (56%), αντί του πραγματικού (29%) και υπερεκτιμάται ο κίνδυνος.

Ο ΟΗΕ ίδρυσε μια ανεξάρτητη διεπιστημονική επιτροπή με έδρα την Ολλανδία για να αναθεωρήσει την έκθεση του 2007.

Με κίνδυνο να κατηγορηθώ για …οτιδήποτε, θα κάνω την αφελή ερώτηση. Αν τα δεδομένα είναι αδιάσειστα και τα συμπεράσματα ξεκάθαρα ποιός ο λόγος για κατασκευασμένες αλήθειες;

Μήπως και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής υποκρύπτει νέα οικονομικά συμφέροντα που απαιτούν να στηριχθούν πάσει θυσία τα καταστροφολογικά σενάρια;

Τελικά φαίνεται πως εμείς, οι πολίτες, είναι αδύνατον να μάθουμε την άληθεια.

 

 

 

 

Is something amiss with food?

ΤΙ ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ;

 

 

Με πρόσφατη απόφαση του Επιτρόπου για την Υγεία και τους Καταναλωτές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιτρέπει για δεύτερη φορά, 12 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη, την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένου οργανισμού (ΓΤΟ) στην Ευρώπη, της ποικιλίας πατάτας Amflora της γερμανικής χημικής βιομηχανίας BASF. Παράλληλα, η Επιτροπή επέτρεψε την κυκλοφορία και μεταποίηση τριών ποικιλιών μεταλλαγμένου καλαμποκιού της Monsanto, ελέγχει για πιθανή έγκριση και άλλες ποικιλίες καλαμποκιού και ετοιμάζει πρόταση που θα δίνει μεγαλύτερα περιθώρια επιλογής στα κράτη-μέλη για το αν θα καλλιεργούν ΓΤΟ ή όχι.

Ακόμα και σε χώρες που αρνούνται την καλλιέργεια ΓΤΟ, όπως η Ελλάδα, οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να φτάσουν στον καταναλωτή «έμμεσα». Μέσα από τυποποιημένα τρόφιμα, ή μέσα από προϊόντα ζώων που έχουν τραφεί με μεταλλαγμένες ζωοτροφές. Πολλά από τα πρώτα δεν ξεκαθαρίζουν σαφώς στην ετικέτα τους ότι περιέχουν ΓΤΟ (όπως προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία), ενώ για τα δεύτερα δεν προβλέπεται καν αναγραφή της διατροφής των ζώων.

Δε θα σταθώ στα προβλήματα που ανακύπτουν από τη χρήση ΓΤΟ, για τα οποία πολύς λόγος έχει γίνει, αλλά στη μεγάλη δυσκολία πρόσβασης στην πληροφορία και το τεράστιο έλλειμμα ενημέρωσης του κοινού στον τομέα των τροφίμων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο, εν πολλοίς άγνωστος, Codex Alimentarius, ο περίφημος Κώδικας Διατροφής.

Η ιστορία του Κώδικα αρχίζει το 1893, στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, όταν διαπιστώθηκε ότι τα δικαστήρια χρειάζονταν κάποιες συγκεκριμένες κατευθύνσεις για να επιλύουν θέματα που σχετίζονταν με τα τρόφιμα. Αυτοί οι κανόνες έγιναν γνωστοί ως Codex Alimentarius και διατηρήθηκαν σε ισχύ μέχρι και τη διάλυση της Αυτοκρατορίας το 1918.

Μετά τη ραγδαία πρόοδο στην τεχνολογία τροφίμων, τη μικροβιολογία κ.λπ., κατά τη δεκαετία του 1960, ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) του ΟΗΕ οργανώσαν από κοινού το νέο Κώδικα Διατροφής, με σκοπό να διαμορφώσουν και να καθιερώσουν ορισμούς και προϋποθέσεις για τα τρόφιμα, να βοηθήσουν στην εναρμόνισή τους και, με αυτό τον τρόπο, να διευκολύνουν το διεθνές εμπόριο.

Ο Κώδικας περιέχει πάνω από 4.000 πρότυπα, από γενικά, που ισχύουν για όλα τα τρόφιμα, ως ειδικά, εστιασμένα σε συγκεκριμένα τρόφιμα ή προϊόντα τους. Τα γενικά πρότυπα αναφέρονται στην υγιεινή, τη σήμανση, τα υπολείμματα αγροχημικών και κτηνιατρικών φαρμάκων, τις επιθεωρήσεις των εισαγωγών και εξαγωγών και τα συστήματα πιστοποίησης, τις μεθόδους ανάλυσης και δειγματοληψίας, τα πρόσθετα τροφίμων, τους μολυσματικούς παράγοντες και τη διατροφή και τα τρόφιμα για ειδικές διαιτητικές χρήσεις. Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένα πρότυπα για κάθε τύπο τροφίμων και σχετικών προϊόντων, από τα φρέσκα, κατεψυγμένα και επεξεργασμένα φρούτα και λαχανικά, τους χυμούς φρούτων, τα δημητριακά και τα όσπρια, έως τα λίπη και τα έλαια, τα ψάρια, το κρέας, τη ζάχαρη, το κακάο και τη σοκολάτα, το γάλα και τα γαλακτοκομικά, την αφυδατωμένη ινδική καρύδα, τις μεξικάνικες πιπεριές και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε.

Ο Κώδικας οργανώνεται από την Επιτροπή του «Codex Alimentarius», ένα διακυβερνητικό σώμα, όπου όλες οι χώρες-μέλη έχουν ψήφο. Υποεπιτροπές τεχνοκρατών είναι αρμόδιες για τη σύνταξη των προτύπων, τα οποία υιοθετούνται από την Επιτροπή. Αν και τα πρότυπα του Κώδικα δεν είναι δεσμευτικά, έχουν μεγάλη βαρύτητα και αναγνωρίζονται ως απόλυτα βασισμένα στην επιστήμη. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου αποδέχεται τον Κώδικα και πάντα χρησιμοποιεί τα πρότυπά του σε περιπτώσεις εμπορικών διαφωνιών που αφορούν είδη διατροφής ή προϊόντα τροφίμων. Οι εθνικοί και τοπικοί νόμοι και κανόνες έχουν σχεδόν πάντα ως αφετηρία τους αυτά τα πρότυπα. Στην ουσία, η επιρροή του Κώδικα και η χρήση του σε θέματα δημόσιας υγείας και πρακτικών στο εμπόριο τροφίμων είναι τεράστια και επεκτείνεται σε όλες τις ηπείρους.

Και ως εδώ τα πράγματα είναι καλά και ο Κώδικας φαίνεται να εξυπηρετεί τους στόχους του: την παραγωγή αφαλούς τροφής, την προστασία της καταναλωτικής υγείας και τη διασφάλιση δίκαιων πρακτικών στο εμπόριο τροφίμων.

Υπάρχουν όμως κάποιοι, κυρίως γιατροί και οργανώσεις, που αντιδρούν θεωρώντας ότι η Επιτροπή του Κώδικα προωθεί συγκαλυμμένα τα συμφέροντα των μεγάλων βιομηχανιών χημικών και τροφίμων και ότι επιχειρεί να επιβάλει μια σκληρή διεθνή νομοθεσία που θα έχει τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία παγκοσμίως και ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Αγνοώντας τη συνωμοσιολογία, υπάρχει μια σειρά σημαντικών θεμάτων που προκύπτουν. Έτσι λοιπόν, κάποια από τα νέα πρότυπα του Κώδικα που τίθενται σε ισχύ σταδιακά από την 31η Δεκεμβρίου 2009 αναφέρουν ότι:

  • Όλα τα θρεπτικά στοιχεία (βιταμίνες και άλατα) θεωρούνται επικίνδυνα και πρέπει να αφαιρούνται από τα τρόφιμα, καθώς ο Κώδικας απαγορεύει τη χρήση τους. Η περιεκτικότητα τους πρέπει να περιοριστεί σε αμελητέα επίπεδα (15% ή και λιγότερο της επιθυμητής ημερήσιας δόσης).
  • Τα επιτρεπόμενα θρεπτικά στοιχεία που αναφέρονται στη Λίστα Αποδεκτών Στοιχείων είναι λιγότερα από 20, ένα από τα οποία είναι το φθόριο, που δεν έχει κανένα βιολογικό όφελος. Όλα τα άλλα απαγορεύονται.
  • Όλα τα τρόφιμα θα πρέπει να ακτινοβολούνται (ψυχρή αποστείρωση) για λόγους υγιεινής, εκτός αν καταναλώνονται ωμά στην τοπική αγορά.
  • Όλα τα εκτρεφόμενα ζώα (θηλαστικά, πτηνά και ψάρια) θα λαμβάνουν υποχρεωτικά ισχυρές δόσεις αντιβιοτικών και εξωγενούς αυξητικής ορμόνης.
  • Όλες οι αγελάδες στη γαλακτοκομική παραγωγή μπορούν να λαμβάνουν την γενετικά τροποποιημένη βόειο αυξητική ορμόνη της Monsanto.
  • Επιτρέπεται η εισαγωγή ΓΤΟ σε καλλιεργούμενα είδη, ζώα, ψάρια και δένδρα παγκοσμίως, χωρίς υποχρεώσεις σήμανσης και αναγραφής.
  • Επιτρέπεται η προσθήκη μη οργανικών, χημικών πρόσθετων και συντηρητικών, χωρίς συγκεκριμένες υποχρεώσεις σήμανσης και αναγραφής.
  • Αυξάνονται τα επιτρεπόμενα επίπεδα καταλοίπων αγροχημικών που αναγνωρίζονται ως τοξικά για ζώα και ανθρώπους. Οι νέες ρυθμίσεις επαναφέρουν 7 από τα 12 πιο τοξικά ζιζανιοκτόνα που απαγορεύτηκαν από 176 χώρες, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, το 1991 με τη Σύμβαση της Στοκχόλμης για τα Οργανικά Ζιζανιοκτόνα (μεταξύ τους τα Toxaphen, Aldrin κ.ά.). Συνολικά ο Κώδικας επιτρέπει την παρουσία σε τρόφιμα 3.275 διαφορετικών αγροχημικών, πολλά από τα οποία ενοχοποιούνται ως παθογόνα ή καρκινογόνα, σε μεγαλύτερα επίπεδα από τα αποδεκτά σήμερα.
  • Αυξάνεται η επιτρεπόμενη περιεκτικότητα αφλατοξίνης στο γάλα σε 0,5 ppb, επίπεδο που θεωρείται τοξικό. Η αφλατοξίνη εμφανίζεται στο γάλα ζώων που έχουν τραφεί με μουχλιασμένους σπόρους και είναι ισχυρότατο καρκινογόνο. Τουλάχιστον 300 συνθετικά πρόσθετα τροφίμων επιτρέπονται με τα νέα πρότυπα, πολλά από τα οποία είναι εν δυνάμει τοξικά όπως η ασπαρτάμη, η ταρτραζίνη κ.ά.

Οι αντιθέσεις είναι μεγάλες. Πάρτε για παράδειγμα τα πρότυπα για τις βιταμίνες, τα βότανα, τα αντιοξειδωτικά και αλλά συμπληρώματα τροφής που χρησιμοποιούνται ευρέως, ακόμα και στο πλαίσιο της εναλλακτικής ιατρικής. Η πρόταση, το 1996, για την κατηγοριοποίησή τους ως φάρμακα και συνεπώς απαγόρευση της ελεύθερης πώλησής τους, αποσύρθηκε λόγω αντιδράσεων, επανήλθε όμως με τα αυστηρά πρότυπα του 2005. Η θέση της Επιτροπής είναι ότι αυτό έγινε για να περιοριστεί η ανεξέλεγκτη χρήση και κατάχρηση συμπληρωμάτων διατροφής. Ο αντίλογος είναι ότι, απαγορεύοντάς τα, θα δημιουργηθούν σημαντικά διατροφικά προβλήματα σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, θα περιοριστούν οι δυνατότητες της εναλλακτικής ιατρικής και θα υπάρξει στροφή προς τα «παραδοσιακά» φάρμακα (και φυσικά αντίστοιχα κέρδη της φαρμακοβιομηχανίας).

Η θέση της Επιτροπής ότι οι διατάξεις του Κώδικα δεν είναι δεσμευτικές και η εφαρμογή τους εναπόκειται στο κάθε κράτος, επίσης «σηκώνει συζήτηση». Όταν ένα κράτος υιοθετήσει επίσημα τα πρότυπά του, όλες οι εμπορικές του συμφωνίες, αλλά και οι αντιδικίες (το αν για παράδειγμα θα αναγράφει στις συσκευασίες την παρουσία ΓΤΟ), θα ρυθμίζονται στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου βάσει του Κώδικα, και οι αποφάσεις θα «επιβάλλονται» στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Ήδη από το 1994 ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ αποδέχεται τα πρότυπα του Κώδικα ως ανώτερα των εθνικών νόμων, ενώ με την Κεντροαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου του 2004 οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν ότι θα εναρμονιστούν στα πρότυπα αυτά από το 2010.

Μόνος αντίλογος είναι η διαμόρφωση εθνικών προτύπων με ανάλογη επιστημονική τεκμηρίωση και η προσφυγή στον ΠΟΕ με αυτά, κάτι όμως που είναι δύσκολο και δαπανηρό, ιδιαίτερα για αναπτυσσόμενες χώρες. Έτσι διαφαίνεται σταδιακή, «σιωπηλή» επιβολή του Κώδικα Διατροφής.

Στην Επιτροπή του Κώδικα συμμετέχουν τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανεξάρτητα, αλλά και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τα περισσότερα πρακτικά θέματα. Στην Ελλάδα Εθνικό Σημείο Επαφής με τον Κώδικα είναι ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που έχει ως στόχο τη διαμόρφωση της Εθνικής Θέσης για τη διασφάλιση των συμφερόντων των Ελλήνων καταναλωτών. Προς αυτό το στόχο προωθείται η ανοικτή δημόσια διαβούλευση, υπάρχει μάλιστα και σχετικό Σημείο στην ιστοσελίδα του ΕΦΕΤ (www.eft.gr).

Δυστυχώς σε αυτό το τόσο σημαντικό θέμα η παροχή πληροφορίας είναι ελλιπής και είναι πολύ δύσκολο να βγουν συμπεράσματα από μη ειδικούς, καθώς τα στοιχεία βρίσκονται θαμμένα στα «ψιλά γράμματα» δημοσιεύσεων που αριθμούν χιλιάδες σελίδες, κάτω από βουνά γραφειοκρατικής διατύπωσης και τεχνοκρατικής ορολογίας απροσπέλαστης σχεδόν για όλους μας.

 

 

 

Cam we still hope?

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ;

 

 

Το νέο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής παρέλαβε βαρειά κληρονομιά. Τα σωρευμένα προβλήματα της φύσης και του περιβάλλοντος που διογκώθηκαν τις περασμένες δεκαετίες λόγω της διαχρονικής ανεπάρκειας και αδιαφορίας των αρμοδίων υπηρεσιών, κάποια από τα οποία έχουν φτάσει σε οριακό σημείο. Και καλείται να δώσει ριζικές λύσεις, άμεσα και χωρίς πίστωση χρόνου!

Θα σταθώ σε ένα μόνο, από τα πιο επείγοντα και κραυγαλέα προβλήματα, που καθρεφτίζει όμως χαρακτηριστικά τις κρατούσες νοοτροπίες και πρακτικές (φορέων και πολιτών) για τη χρήση και διαχείριση των φυσικών πόρων.

Την εξαφάνιση της Κορώνειας!

Ετήσιες διακυμάνσεις της λίμνης σε βάθος και όγκο νερού υπήρχαν πάντα, χωρίς όμως τις πρόσφατες ακραίες εκφάνσεις. Περί το τέλος της δεκαετίας του ’80 άρχισε η μείωση των υδάτων της, κυρίως λόγω της αλόγιστης άρδευσης και της μεγάλης αύξησης των γεωτρήσεων (από περίπου 280 το 1971 στις 1.260 το 1996 ενώ σήμερα υπολογίζονται, μαζί με τις πολλές παράνομες, στις 2.500). Τα υδατικά αποθέματα από 120.000.000 μ3 το 1987 έπεσαν –συνεπικουρούμενα από τη μεγάλη ανομβρία της πενταετίας 1990-95– στα 20.000.000 μ3 το 1995. Ήταν η χρονιά που εμφανίστηκε η πρώτη σημαντική υποχώρηση της λίμνης. Σημαντική ήταν και η ποιοτική υποβάθμιση των υδάτων, κυρίως λόγω της απόρριψης στη λίμνη των αλατούχων λυμάτων παρακείμενων βαφείων, άλλων βιομηχανικών ρύπων και των λυμάτων της πόλης του Λαγκαδά αλλά και γεωργικών αποβλήτων που οδήγησαν σε ευτροφισμό. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος εκπονείται το 1998, για λογαριασμό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης (ΝΑΘ), σχέδιο αποκατάστασης, που βασιζόταν κυρίως στη μεταφορά νερού από την υδρολογική λεκάνη του Αλιάκμονα και την άντληση νερού από το βαθύ υδροφορέα. Τα μέτρα αυτά, ενώ έφτασαν σε επίπεδο μελετών κατασκευής, δεν υλοποιήθηκαν μετά από κριτική επιστημόνων και περιβαλλοντικών ΜΚΟ, αλλά και την απόρριψη των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων από το ΥΠΕΧΩΔΕ.

Το 2000 οι ψαράδες της Κορώνειας έχουν πλέον μεταφέρει τις δραστηριότητές τους στη γειτονική Βόλβη.

Το καλοκαίρι του 2002 η λίμνη, που μέχρι το 1985 κάλυπτε πάνω από 45 χλμ2 και είχε μέσο βάθος περίπου 3,5 μέτρα, ξεραίνεται τελείως! Με την ξήρανση των περιφερικών χειμάρρων ήρθαν στο φως πάμπολλοι παράνομοι αγωγοί λυμάτων που οδηγούσαν στη λίμνη.

Τον Ιούλιο του 2003 η ΝΑΘ ξεκινά αναθεώρηση του Σχεδίου για την Περιβαλλοντική Αποκατάσταση της λίμνης Κορώνειας. Παρά τα κίνητρα προς τους αγρότες από το Υπουργείο Γεωργίας, οι απολήψεις αυξάνονται.

Το 2004 ολοκληρώνεται η μονάδα βιολογικού καθαρισμού του Λαγκαδά, που όμως δεν μπορεί να συνδεθεί με το αποχετευτικό δίκτυο της πόλης γιατί το σχετικό έργο …δεν έχει προβλεφθεί! Το ίδιο καλοκαίρι ολοκληρώνεται το νέο σχέδιο αποκατάστασης με άξονες τη διαμόρφωση αναχώματος, προϋγροτόπου και περιοχής βαθέων ενδιαιτημάτων στη λίμνη και την κατασκευή ενωτικής τάφρου Κορώνειας-Βόλβης. Για τα έργα αυτά ζητήθηκε (και την επόμενη χρονιά εγκρίθηκε) χρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής. Το Σεπτέμβριο παρατηρούνται μαζικοί θάνατοι χιλιάδων πουλιών και ψαριών από την ανάπτυξη του βακτηρίου Clostridium botulinum στα ασπόνδυλα της λίμνης λόγω της κατάστασης των υδάτων της.

Το 2005 η ΝΑΘ αποφασίζει σειρά μέτρων που περιλαμβάνουν αλλαγή των συστημάτων άρδευσης προς λιγότερο υδροβόρα, χορήγηση κινήτρων στους γεωργούς για την συμμόρφωσή τους, έλεγχο των γεωτρήσεων, έργα επεξεργασίας αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων με παράλληλο έλεγχο των αδειών διάθεσης αποβλήτων, προσδιορισμό των πηγών ρύπανσης και ρυπαντικών ουσιών, ειδικά μέτρα για τη μείωση γεωργικών ρύπων και τη βελτίωση της τροφικής κατάστασης των υδάτων της λίμνης, κ.ά. Παράλληλα εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι για τα έργα διαμόρφωσης του υγροτόπου και της ενωτικής τάφρου. Τελικός στόχος είναι το ενιαίο σύστημα της λεκάνης της Μυγδονίας, στην οποία υπάγεται η λίμνη, να αποκατασταθεί πλήρως και να γίνει αυτοσυντηρούμενο.

Το 2006 ολοκληρώνεται το αποχετευτικό σύστημα του Λαγκάδα και συγκροτείται ο Φορέας Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Κορώνειας, Βόλβης και Μακεδονικών Τεμπών.

Το Φεβρουάριο του 2007 το τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ προειδοποιεί για την ύπαρξη ενός επικίνδυνου κυανοβακτηρίου του γένους Αrthrospira στα νερά της λίμνης και για τον κίνδυνο νέων μαζικών θανάτων πουλιών, όπως συνέβη το 2004. Καθοριστικές θεωρούνται οι υψηλές θερμοκρασίες που συντελούν στην ανάπτυξη επικίνδυνων οργανισμών, δεδομένου ότι ο πυθμένας της λίμνης καλύπτεται από τοξική λάσπη πάχους 1,5 μέτρου ενώ η στάθμη του νερού βρίσκεται περίπου στο ένα μέτρο. Η μόνη αντίδραση σ’ αυτό είναι …η σύσταση ενός συντονιστικού οργάνου με εκπροσώπους συναρμόδιων φορέων για να αντιμετωπιστεί η μελλοντική οικολογική κρίση, η οποία, φυσικά, έρχεται με το θάνατο εκατοντάδων φοινικόπτερων και άλλων πουλιών το Σεπτέμβριο.

Παρά τις πάμπολλες παρεμβάσεις και καταγγελίες οργανώσεων και φορέων, από τα προβλεπόμενα μέτρα της ΝΑθ δεν υλοποιείται σχεδόν κανένα ενώ, καθώς φαίνεται, η διαχείριση του τεράστιου αυτού προβλήματος γίνεται, μέχρι και σήμερα. με …επικοινωνιακά κριτήρια. Παραδείγματα οι καταδίκες, το 1999, εκπροσώπων 20 βιομηχανιών που ρύπαιναν σε ασήμαντα χρηματικά πρόστιμα, αλλά και οι πρόσφατες ποινικές διώξεις κατά υπευθύνων βιομηχανιών και μεγάλων βουστασίων της περιοχής για υποβάθμιση και ρύπανση του περιβάλλοντος, που όμως αφορούν το 2007 ενώ έκτοτε κάποιες μονάδες έχουν κλείσει. Επίσης, έρευνα που παρήγγειλε η Εισαγγελία Θεσσαλονίκης για απόδοση ευθυνών στις υπηρεσίες που καθυστέρησαν τα έργα, «είναι σε εξέλιξη» επί δύο χρόνια.

Σύμφωνα με τις …συνήθεις τακτικές, αντί να δοθεί προτεραιότητα σε έργα που θα εξασφαλίσουν νερό στη λίμνη, προωθούνται τα «ακριβά» έργα (διαμόρφωση του υγρότοπου και ενωτική τάφρος, με χρηματοδότηση ύψους 26.000.000 ευρώ από το Ταμείο Συνοχής), των οποίων όμως η κατασκευή θα είχε νόημα μόνο με παράλληλη περιστολή των αρδεύσεων. Η αντικατάσταση των αρδευτικών συστημάτων και άλλες δράσεις, που θα μείωναν την κατανάλωση τουλάχιστον κατά 40%, δεν έχουν, βέβαια, προχωρήσει μέχρι σήμερα.

Η μελέτη για την κατασκευή αναχώματος και βαθέων ενδιαιτημάτων, με βυθοκόρηση, αφού εκπονήθηκε και εγκρίθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΝΑΘ, εγκαταλείφθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι, λόγω του μικρού βάθους της λίμνης, δεν μπορούσε να εισέλθει βυθοκόρος! Νέα μελέτη μεταθέτει τα ενδιαιτήματα στην άλλη πλευρά της λίμνης με σημαντικά μεγαλύτερο κόστος κατασκευής. Και αυτό το έργο (όπου και όπως κατασκευαστεί) δε θα βοηθήσει άμεσα στην άνοδο της στάθμης της λίμνης. Η χρησιμότητά του θα άρχιζε σε δεύτερη φάση, αφού πρώτα, με τη λήψη άλλων μέτρων, γέμιζε η λίμνη με νερό.

To μόνο έργο από τα 7 εγκεκριμένα που προχωρεί (μόλις από το Σεπτέμβριο του 2008) είναι αυτό της ενωτικής τάφρου, συνοδευόμενο όμως από καταγγελίες για αδιαφανείς διαδικασίες, ανυπαρξία επιμέρους τεχνικών μελετών και παραβίαση των εγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων, αλλά και από έντονη επιστημονική κριτική, καθώς πιθανολογείται ρύπανση της Βόλβης από ενδεχόμενη μεταφορά ρυπασμένου νερού της Κορώνειας. Ελλείψεις και προβλήματα έχουν επισημανθεί και στους τομείς ορεινής υδρονομίας της ευρύτερης λεκάνης, διαχείρισης και ανόρθωσης οικοσυστημάτων και αγροπεριβαλλοντικών μέτρων.

Από τα τέλη Ιουνίου 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κινήσει τη διαδικασία παραπομπής της Ελλάδας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με αποστολή προειδοποιητικής επιστολής στην οποία αναφέρεται ότι «… Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν έχει λάβει επαρκή μέτρα για να αποτρέψει την υποβάθμιση της λίμνης και την παρενόχληση της πανίδας και της χλωρίδας. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει νέα διαδικασία επί παραβάσει και να απευθύνει στην Ελλάδα πρώτη, γραπτή, προειδοποίηση».

Αν η απάντηση της χώρας μας (που, προκλητικά, εκκρεμεί ακόμα στο τέλος Νοεμβρίου) δεν κριθεί ικανοποιητική, θα ακολουθήσει «αιτιολογημένη γνώμη» (τελική προειδοποίηση) και πίεση να συμμορφωθούμε εντός βραχείας προθεσμίας. Σε αντίθετη περίπτωση έπεται παραπομπή στο ΔΕΚ και επιβολή μέτρων και προστίμων. Όσο εκκρεμεί η διαδικασία παράβασης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διατηρούν το δικαίωμα να ακυρώσουν την κοινοτική χρηματοδότηση για τα έργα.

Έχουν συμπληρωθεί σχεδόν τρεις δεκαετίες που οι κάτοικοι της περιοχής αντλούν τα νερά της λίμνης με χιλιάδες παράνομες γεωτρήσεις, αφαιρούν την άμμο της και τη γεμίζουν βιομηχανικά και αστικά λύματα˙ 14 χρόνια από τον αφανισμό των ψαριών της˙ 11 χρόνια από το πρώτο «σχέδιο σωτηρίας» που θα την «έσωζε»˙ έξι χρόνια από την πρώτη αποξήρανσή της˙ πέντε χρόνια από τον πρώτο μαζικό θάνατο πουλιών και δύο από το δεύτερο.

Και φέτος η Κορώνεια είναι πάλι στεγνή!

Θα προλάβουμε άραγε να κάνουμε κάτι; Θα λειτουργήσουν ποτέ αποτελεσματικά οι δυσκίνητες και αναποτελεσματικές αρμόδιες υπηρεσίες; Θα αποδοθούν κάποτε ευθύνες;

 

 

The cost of species extinction.

ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΕΙΔΩΝ.

 

 

Στο προηγούμενο τεύχος μας, ο Επίτροπος Σταύρος Δήμας αναφέρθηκε στον υψηλό ρυθμό απώλειας της βιοποικιλότητας παγκοσμίως. Για τους περισσότερους από εμάς η εξαφάνιση ενός είδους συνδέεται, συνήθως, με την εγγενή αξία της ύπαρξής του, θεωρητική και δύσκολα «μετρήσιμη», ή τη διαταραχή κάποιου φυσικού κύκλου ή των λειτουργιών ενός οικοσυστήματος.

Σε άλλες όμως χώρες και άλλες κουλτούρες η απώλεια ειδών έχει συχνά «χειροπιαστά» αποτελέσματα και άμεσες, σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό τομέα, στη δημόσια υγεία, ακόμα και σε πνευματικό ή θρησκευτικό επίπεδο.

Ένα παράδειγμα είναι η δραματική μείωση του αριθμού των γυπών στην Ινδία. Μεταξύ 1992 και 2007 ο συνολικός πληθυσμός των τριών ειδών που απαντούν εκεί (Gyps indicus, G. tenuirostris και G. bengalensis) μειώθηκε κατά 99%, από περίπου 10.000.000 άτομα σε μόλις 75.000. Μεταβολή τέτοιου μεγέθους, με τέτοια ταχύτητα και σε τόσο μεγάλη γεωγραφική έκταση δεν έχει προηγούμενο και, μετά από εκτεταμένες έρευνες, εντοπίστηκε ένας και μοναδικός «ένοχος». Το κτηνιατρικό φάρμακο diclofenac, ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες που χορηγείτο κατά κόρον, κυρίως στα βοοειδή, σε όλη τη χώρα, και το οποίο «περνούσε» στους γύπες όταν κατανάλωναν νεκρές αγελάδες. Αντίστοιχη μείωση παρατηρήθηκε και στα γειτονικά Πακιστάν και Νεπάλ.

Όπως αναφέρθηκε στο άρθρο για τους γύπες, επίσης στο προηγούμενο τεύχος μας, τα πτωματοφάγα πουλιά σε αναπτυσσόμενες χώρες έχουν ουσιαστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων και είναι, κυριολεκτικά, ένας φυσικός πόρος.

Καταναλώνοντας τα ψοφίμια, οι γύπες στην Ινδία αφαιρούσαν μια σημαντική πηγή μόλυνσης και πιθανής μετάδοσης μικροβίων και ασθενειών, τόσο σε άλλα οικόσιτα ή άγρια ζώα όσο και σε ανθρώπους. Με τη μείωση των γυπών, το ρόλο του «καθαριστή» ανέλαβαν τα σκυλιά. Στην περίοδο 1992-2007 μελέτες έδειξαν ότι ο αριθμός των αδέσποτων σκύλων στη χώρα αυξήθηκε, από 21 σε περίπου 29 εκατομμύρια άτομα, παρά τα προγράμματα στείρωσης. Η Ινδία αναφέρει το μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων λύσσας παγκοσμίως, προερχόμενα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, από δήγματα σκύλων (π.χ. 17 εκατομμύρια δήξεις από σκύλους το 2003). Το προαναφερθέν διάστημα τα στοιχεία των υπηρεσιών υγείας έδειξαν αύξηση του αριθμού των ατόμων που ζήτησαν θεραπεία (γιατί δεν έχουν πρόσβαση σε περίθαλψη όλοι όσοι δαγκώνονται) κατά περίπου 35% ετησίως, φτάνοντας σχεδόν τα 2 εκατομμύρια το 2004, με συνακόλουθη αύξηση των νοσοκομειακών δαπανών και του κόστους για θεραπεία, εμβολιασμούς κ.λπ. Εκτιμάται επίσης ότι οι επί πλέον θάνατοι από λύσσα, λόγω ακριβώς της αύξησης του αριθμού των σκύλων, για αυτή την περίοδο ανέρχονται σε περίπου 50.000. Τα κρούσματα λύσσας εντοπίζονται κυρίως στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, που δυσκολότερα μπορούν να αντιμετωπίσουν την απώλεια εισοδήματος από παρατεταμένη ασθένεια, νοσήλια ή από την απώλεια μέλους της οικογένειας. Υπολογίστηκε ότι το συνολικό επί πλέον κόστος (από θανάτους, απώλεια εισοδημάτων και πρόσθετες δαπάνες υγείας) έφτασε τα 38 δις δολάρια (!) για αυτή τη δεκαπενταετία.

Η εξαφάνιση όμως των γυπών έχει και άλλες οικονομικές επιπτώσεις.

Τα σκυλιά είναι πολύ λιγότερο «αποδοτικά» από τους γύπες στον καθαρισμό των ψοφιμιών και αφήνουν πάνω στο σκελετό μεγάλες ποσότητες μαλακών ιστών που αποσυντίθενται και παραμένουν ως εστία μόλυνσης (σε πολλές περιοχές αναφέρεται ρύπανση ή και μόλυνση και των υδάτων). Έτσι οι τοπικές κοινότητες επιβαρύνονται με πρόσθετες δαπάνες για την απομάκρυνση, την καύση ή την ταφή τους.

Στην Ινδία, όταν πεθαίνουν βοοειδή, εκδορείς αφαιρούν το δέρμα και το διοχετεύουν στη βυρσοδεψία. Στη συνέχεια οι γύπες καθαρίζουν τελείως το σκελετό, με αποτέλεσμα τα οστά να αφυδατώνονται και να στεγνώνουν γρήγορα, ώστε να μπορούν να συλλεγούν για τη βιομηχανία λιπασμάτων. Οι δύο αυτές ασχολίες, η εκδορά και η συλλογή των οστών, ασκούνται παραδοσιακά από την αρχαιότητα, στο πλαίσιο της Ινδικής κουλτούρας, από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για τους πολύ φτωχούς. Η απομάκρυνση και καταστροφή των πτωμάτων ή ο «πλημμελής» καθαρισμός τους από τις σάρκες έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο σε αυτά τα δύο «επαγγέλματα».

Η εξαφάνιση των γυπών έχει επιδράσεις και στον ευρύτερο τουριστικό τομέα καθώς επηρεάζει αρνητικά την, καθόλου αμελητέα, προσέλευση ορνιθοπαρατηρητών στη χώρα.

Αν και το κόστος για τις τρεις προηγούμενες επιπτώσεις δε μπορεί να υπολογιστεί, ούτε κατ’ εκτίμηση, στην οικονομική αποτίμηση θα πρέπει να συμπεριληφθεί και το κόστος των «επανορθωτικών» μέτρων. Το μόνο μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες που φαίνεται ότι δεν επηρεάζει τους γύπες είναι το meloxicam, το οποίο και σταδιακά υποκαθιστά το diclofenac, του οποίου η παραγωγή και η χρήση έχει απαγορευτεί και στις τρεις χώρες. Το κόστος του όμως είναι περίπου πενταπλάσιο από το diclofenac και το κόστος της αντικατάστασης εκτιμάται σε τουλάχιστον 100 εκατομμύρια δολάρια την επόμενη εικοσαετία.

Η μείωση ήταν τόσο γοργή που δεν άφηνε κανένα περιθώριο φυσικής ανάκαμψης των πληθυσμών. Έτσι ξεκίνησε, σε συνεργασία με διεθνείς ορνιθολογικές οργανώσεις, ένα εκτεταμένο πρόγραμμα διατήρησης και αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία και απελευθέρωσης στη φύση. Ο στόχος είναι να διατηρηθούν τουλάχιστον 300 πουλιά σε τρία κέντρα και να απελευθερωθούν αφού πλέον έχει πλήρως καταργηθεί η χρήση του diclofenac, ώστε σταδιακά να αναπληρώσουν μέρος των απωλειών, διασπειρόμενα και αναπαραγόμενα στους κενούς οικολογικούς θώκους. Το κόστος κατασκευής των τριών κέντρων φτάνει το 1 εκατομμύριο δολάρια ενώ τα λειτουργικά τους έξοδα υπολογίζονται σε 400.000 δολάρια ετησίως.

Υπάρχει, τέλος, ακόμα και θρησκευτικός αντίκτυπος αυτής της απώλειας. Οι Parsis, μια πολύ μικρή εθνοτική και θρησκευτική μειονότητα, ασπάζονται τον Ζωροαστρισμό, έχοντας προέλευση από την Περσία. Σύμφωνα με τη θρησκεία τους, η γη, ο αέρας, το νερό και η φωτιά είναι «αγνά» στοιχεία που δεν επιτρέπεται να μολυνθούν με την ταφή ή καύση των νεκρών. Οι σωροί των νεκρών τους, λοιπόν, εκτίθενται πάνω σε ικριώματα, τους «Πύργους της Σιωπής», σε απόμερες φυσικά θέσεις, όπου και καταναλώνονται από τους γύπες και, δευτερευόντως, τα κοράκια και άλλα αρπακτικά πουλιά (αντίστοιχες πρακτικές υπάρχουν και στο Θιβέτ). Η εξαφάνιση των γυπών ανάγκασε τους Parsis να αναζητήσουν άλλες λύσεις, ενεχόμενες ασύμβατες με τις πεποιθήσεις τους.

Για να κλείσουμε με μια μικρή νότα αισιοδοξίας, φέτος, μετά από δύο χρόνια προσπαθειών, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι πρώτοι λεπτόραμφοι γύπες (G. tenuirostris) σε αιχμαλωσία!

 

 

Scorched Attica!

ΚΑ(Η)ΜΕΝΗ ΑΤΤΙΚΗ!

 

 

Θα ήταν αδιανόητο να μην αναφερθώ σε αυτό το τεύχος στην πυρκαγιά του περασμένου Αυγούστου στην ανατολική Αττική. Από την άλλη, θεωρώ τελείως άσκοπο το αναμάσημα των χιλιοειπωμένων για τα αίτια, τις ευθύνες, την «επαρκή» και «άμεση» ανταπόκριση του κρατικού μηχανισμού (!), τα μαθήματα για το μέλλον, για προετοιμασία, για πρόληψη, για αποκατάσταση …

Διαβάστε τι γράφαμε στο τεύχος 119. Θυμηθείτε τι έγραφαν οι εφημερίδες, τι έλεγαν οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι κάθε είδους ειδικοί και «ειδικοί», τον Αύγουστο του 2007 μετά την Πάρνηθα και την Πεντέλη.

Και το 2005 (Ραφήνα, Ν. Βουτζάς). Και το 2000 (Πεντέλη). Και το 1998 (ξανά Πεντέλη). Και το 1995 (και πάλι Πεντέλη). Και το 1993 (Άγιος Στέφανος). Και το 1992 (Βαρνάβας, Αυλώνας). Και το 1986 (Βαρυμπόμπη, Πεντέλη). Και το 1982 (Διόνυσος). Και το 1981 (Κοκκιναράς).

Ε και; Έγινε τίποτα; Άλλαξε κάτι αυτά τα 30 χρόνια εκτός από 300.000 στρέμματα δάσους που συνολικά έγιναν στάχτη και, έπειτα, τα περισσότερα από αυτά, τσιμέντο1;

Στη χώρα μας, και ειδικότερα στην Αττική, υπάρχουν τα εξής δεδομένα:

  • Τα μεσογειακά δάση κωνοφόρων είναι εύφλεκτα. Η κατάσταση επιδεινώνεται, και θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, από την κλιματική αλλαγή που προκαλεί παρατεταμένα διαστήματα ανομβρίας και υψηλών θερμοκρασιών. Αυτό φαίνεται από την αυξημένη συχνότητα αλλά και ένταση των πυρκαγιών και σε άλλες μεσογειακές χώρες (Γαλλία, Ισπανία) αλλά και άλλες περιοχές του πλανήτη με μεσογειακό κλίμα (Καλιφόρνια, δυτική Αυστραλία)2.
  • Η αντιμετώπιση των εμπρησμών είναι εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ακόμα και οι ηρωικές προσπάθειες πυροσβεστών, πιλότων, δασικών και εθελοντών δεν είναι αποτελεσματικές όταν οι φωτιές εκδηλώνονται σε πολλαπλά σημεία, σε δύσβατες περιοχές, συχνά νύχτα και πάντα μέρες με ισχυρότατους ανέμους. Καταγγελίες κατοίκων αφήνουν λίγες αμφιβολίες ότι η καταστροφή του Αυγούστου οφειλόταν σε εμπρησμό, ενώ είναι ενδιαφέρον ότι κάηκαν σχεδόν όλες οι δασωμένες εκτάσεις μεταξύ των οικισμών λίγο πριν την προγραμματιζόμενη ενσωμάτωση στο σχέδιο πόλεως 150.000-200.000 στρεμμάτων στην ανατολική Αττική. Μετά την ένταξη στο σχέδιο πόλεως πολλών θέσεων γύρω από τον ορεινό όγκο της Πεντέλης αυτές οι περιοχές αποτελούν πλέον το «…”χρηματιστήριο” του κατασκευαστικού και μεσιτικού χώρου…». Υπάρχουν επίσης εικασίες ότι η φωτιά σχετίζεται με τον σχεδιαζόμενο ΧΥΤΑ του Γραμματικού, καθώς εξασθενεί το επιχείρημα των διαφωνούντων ότι κινδυνεύει το φυσικό περιβάλλον.
  • Ο μηχανισμός δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης πάσχει, σημαντικά περισσότερο από το μέσο όρο, από όλες τις «ασθένειες» του κρατικού μηχανισμού. Διάσπαρτες, επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες, δυσκολίες συντονισμού, αναποτελεσματικότητα, αλληλοσυγκρουόμενα «συμφέροντα» υπηρεσιών και φορέων, έλλειψη πόρων. Αυτά επισημαίνονται, ματαίως, μετά από κάθε πυρκαγιά, ενώ όλες οι σοβαρές αναλύσεις επισημαίνουν την υποβάθμιση και τον παραγκωνισμό της Δασικής Υπηρεσίας και την ανεπάρκεια προσωπικού και πόρων.
  • Το Κράτος, παρά τις στομφώδεις ανακοινώσεις και τις προεκλογικές πομφόλυγες, δεν ενδιαφέρεται για την προστασία των δασών. Τα ενδιαφέροντα του Κράτους εξαντλούνται στην είσπραξη χρημάτων και στη συντήρηση των εμπορικών, κατασκευαστικών και λοιπών δραστηριοτήτων με την παροχή γης για οικιστική και άλλες χρήσεις. Αποδείξεις η επί τριακοπενταετία συστηματική κωλυσιεργία στην κατάρτιση Δασολογίου και Δασικών Χαρτών, οι συστηματικές καθυστερήσεις του χωροταξικού σχεδιασμού, η σταδιακή αποδυνάμωση της Δασικής Υπηρεσίας, η διατήρηση του νεφελώδους καθεστώτος των αυθαιρέτων που χρησιμοποιούνται άλλοτε ως μαστίγιο και άλλοτε ως καρότο, τα ισχνά μέτρα προστασίας των καμένων περιοχών, οι συνεχώς μειούμενες αναδασώσεις3, η αδιαφορία για την απορρόφηση σχετικών κονδυλίων από το Γ’ και Δ’ ΚΠΣ. Δεν είναι καν κατοχυρωμένος αμετάκλητα ο χαρακτήρας του δάσους αλλά ρυθμίζεται με νόμους, ανάλογα με τα συμφέροντα των εκάστοτε κυβερνήσεων! Ειδικότερα στην Αττική, η ανοχή σε τεράστια έκταση της παράνομης δόμησης (τα αυθαίρετα στο νομό υπολογίζονται σε 250.000), η άρνηση δημιουργίας Δασαρχείου για τον Υμηττό, το πρόσφατο Ρυθμιστικό Σχέδιο που δε ρυθμίζει την εκτός σχεδίου δόμηση, οι, με κάθε ευκαιρία, και κάποτε επιτυχημένες, προσπάθειες του ΥΠΕΧΩΔΕ και άλλων φορέων για αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων4, και πόσα άλλα ακόμα. Όσο για τις εξαγγελίες ότι «το δάσος θα ξαναγίνει δάσος»5 , μια βόλτα στα καμένα των παλαιότερων πυρκαγιών θα σας πείσει για τη ουσία τους. Για να μη συζητήσουμε και την αναθεώρηση του άρθρου 24!
  • Μεγάλη μερίδα των πολιτών επίσης δεν ενδιαφέρεται για την προστασία των δασών. Οι εμπρηστές και καταπατητές, αλλά και όσοι παθητικά αναμένουν να ευνοηθούν από τις αλλαγές χρήσεων και την αύξηση της αξίας της γης τους ή, αργότερα, αγοράζουν βιλίτσες στο πρώην δάσος, οι εργολάβοι που τις χτίζουν, οι κάθε λογής υπάλληλοι που εγκρίνουν, αδειοδοτούν ή απλά κάνουν τα στραβά μάτια, οι έμποροι της καψάλας, οι λαθροθήρες που κυνηγούν στα καμένα, όλοι πολίτες είναι. Το ίδιο και εκείνοι που οδύρονται ή οργίζονται με το Κράτος για τα καμένα σπίτια τους μέσα σε δασικές εκτάσεις. Το ίδιο και οι εκλεγμένοι τοπικοί άρχοντες και οι πολιτευτές της βορειοανατολικής Αττικής που απέτρεψαν, προ δεκαπενταετίας, τη θέσπιση μιας εκτεταμένης ζώνης προστασίας στην περιοχή6.

Τα δύο πρώτα δεν αλλάζουν.

Η στάση των πολιτών μπορεί να μεταβληθεί, σε μικρό βαθμό και βραδέως κατά την προσωπική μου γνώμη, με την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση, ιδιαίτερα των νέων,ουσιαστικά όμως με την οριστικοποίηση των χωροταξικών διατάξεων για πραγματική προστασία των δασών και την ανελαστική εφαρμογή των νόμων που θα εξαλείψουν τα κίνητρα των παρανομούντων.

Αυτό λοιπόν που απαιτείται είναι να αλλάξει το Κράτος!

Ξέρουμε γιατί καίγονται τα δάση (κάποιες φορές μάλιστα ξέρουμε και ποιοι τα καίνε, τουλάχιστον σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών). Γνωρίζουμε πως να τα προφυλάξουμε, πως να προλάβουμε και αντιμετωπίσουμε τις πυρκαγιές, πως να προστατεύσουμε τα καμένα – υπάρχουν αμέτρητες σχετικές μελέτες και προτάσεις από καταξιωμένους επιστήμονες, φορείς και ιδρύματα.

Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση. Η βούληση για συγκεκριμένες χωροταξικές ρυθμίσεις χωρίς «τρύπες» και «παράθυρα», για εφαρμογή των νόμων, για εξάλειψη των κάθε λογής συμφερόντων, για διάθεση κονδυλίων, για πραγματική προστασία του περιβάλλοντος.

Κι επειδή το Κράτος δεν έχει κανένα λόγο και δεν δείχνει καμία διάθεση να αλλάξει7, εναπόκειται στους ενεργούς πολίτες, στις οργανώσεις, σε όλους εμάς που κουραστήκαμε από την αδιαφορία και τις δικαιολογίες, να αντιδράσουμε, να πιέσουμε, να κατεβούμε στους δρόμους, να προσφύγουμε στα δικαστήρια, να διασφαλίσουμε τα αναφαίρετα δικαιώματά μας και τα δικαιώματα των παιδιών μας…

Κι όσο δεν το κάνουμε, όσο ανεχόμαστε να βλέπουμε το ίδιο «έργο» ξανά και ξανά, στο Μαραθώνα, στη Μαλακάσα, στην Πεντέλη, στην Κορινθία, στην Ηλία, στη Ρόδο, στη Χαλκιδική, σε όλη τη χώρα, έχουμε τις ίδιες ευθύνες με τους εμπρηστές και τους καταπατητές!

Και το μέλλον μας θα είναι γεμάτο στάχτες. Μαύρο σαν τις εικόνες της Επόμενης Μέρας.

 

Σημειώσεις:
  1. Σχετικά στοιχεία δείχνουν ότι μεταξύ 1987 και 2007 έχουν χαθεί οριστικά περίπου 185.000 στρέμματα δάσους, ενώ αντίστοιχα οικοδομήθηκαν περίπου 191.000 επιπλέον στρέμματα, τα μισά από αυτά με επέκταση σε φυσικές εκτάσεις (δάση και θαμνώνες).
  2. Οι αρμόδιοι(;) υπουργοί και λοιποί πολιτικοί χρησιμοποιούν συχνά πλέον επιχειρήματα του τύπου «..φταίνε τα πεύκα που είναι εύφλεκτα(!)…» ή «…τι γκρινιάζετε για μας, εδώ κάηκε όλη η Καλιφόρνια και η μισή Αυστραλία…» ή «… μην κοιτάτε τι κάηκε, κοιτάξτε τι σώσαμε..»…
  3. Από το 1982 ως το 1998 αναδασώθηκε μόλις 1 για κάθε 11 καμένα στρέμματα στην Αττική και 1 στα 8 στην υπόλοιπη χώρα. Επίσης, ενώ το 1995 φυτεύτηκαν 33.204 στρέμματα δάσους, το 1996 ο αριθμός έπεσε στα 19.631 και το 2006 και 2007 στα 10.735 και 10.920 στρέμματα αντίστοιχα σε όλη την Ελλάδα. Κύριο αίτιο της μείωσης αυτής είναι το κόστος.
  4. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα μεταξύ πολλών: Η προσπάθεια της κυβέρνησης, πριν τις πυρκαγιές του 2007, να νομιμοποιήσει αυθαίρετα στα δάση με τροπολογία στο σχέδιο νόμου για τον, τότε νέο, τελωνειακό κώδικα, η οποία ουσιαστικά ανέστελλε τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων στους καταπατητές δημόσιων δασικών εκτάσεων. Η νομοθετική ρύθμιση του ΥΠΕΧΩΔΕ το 2008, που εξαιρεί από το καθεστώς προστασίας της Πάρνηθας έκταση 500 στρεμμάτων στον αυχένα μεταξύ Πάρνηθας-Πεντέλης για τη δημιουργία τεχνολογικού πάρκου αμφισβητήσιμης σκοπιμότητας. Η πρώτη προσπάθεια εξαίρεσης είχε χαρακτηριστεί μη νόμιμη από το ΣτΕ το 2006 σε γνωμοδότηση για το αρχικό σχέδιο διατάγματος. Η περιοχή περιλαμβάνεται από το 1985, σύμφωνα το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, στην προστατευόμενη περιοχή της Πάρνηθας, είχε μάλιστα κηρυχθεί τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους με απόφαση του 1976, ενώ με διάταγμα του 1979 ολόκληρη η έκταση των 500 στρεμμάτων εντάσσεται στην Α’ ζώνη προστασίας.
  5. Σύμφωνα με το νόμο, για να συμβεί αυτό θα πρέπει η καμένη έκταση να καλύπτεται από δασική βλάστηση σε ποσοστό άνω του 25%. Αυτό σημαίνει ότι πολλές περιοχές θα εξαιρεθούν της προστασίας, άρα και της αναδάσωσης. Εκτάσεις που κάηκαν για δεύτερη ή και για τρίτη φορά δεν έχουν τη δυνατότητα φυσικής αναγέννησης και χρειάζονται αναδάσωση. Από τα 212.000 στρέμματα που κάηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Πεντέλης, τα 50.000-60.000 στρέμματα χρειάζεται να αναδασωθούν. Το κόστος για την αναδάσωση αυτών των περιοχών εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 30-40 εκατομμύρια ευρώ σε μια πενταετία.
  6. Η μελέτη για τη δημιουργία της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου Βόρειας Αττικής ολοκληρώθηκε το 1992 από τις υπηρεσίες του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, αλλά συνάντησε πολύ έντονες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να αναθεωρηθεί τρεις φορές και να μη θεσπιστεί ποτέ.
  7. Κραυγαλέο παράδειγμα αδιαφορίας είναι το ότι, μέχρι τις εκλογές της 4/10, οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είχαν υποβάλει αίτηση ενεργοποίησης του Ταμείου Αλληλεγγύης της ΕΕ και δεν έκαναν καμία προσπάθεια εξασφάλισης πιστώσεων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία για την ανόρθωση και αποκατάσταση των περιοχών που πλήγηκαν από τις πυρκαγιές του Αυγούστου. Το Ταμείο Αλληλεγγύης –που μπορεί να παρέχει μέχρι και ένα δις ευρώ ετησίως εφόσον  πληρούνται οι όροι χορήγησης χρηματοδοτικής βοήθειας– κινητοποιείται μόνο ύστερα από αίτηση των εθνικών αρχών του κράτους μέλους που έχει πληγεί. Οι αιτήσεις πρέπει να υποβληθούν στην Επιτροπή εντός 10 εβδομάδων (άφθονος χρόνος) από την ημερομηνία κατά την οποία συνέβη η πρώτη καταστροφή, άρα η σχετική προθεσμία λήγει στο τέλος Οκτωβρίου.