A new report about climate and energy in Europe

ΝΕΑ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Η νέα ετήσια έκθεση «Τάσεις και Προβολές» της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (ΕΥΠ) επιβεβαιώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μπορεί να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει για την ενέργεια και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ως το 2020. Οι στόχοι αυτοί είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑΘ) κατά 20%, η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στη συνολική τελική κατανάλωση ενέργειας κατά 20% και η ενεργειακή αποδοτικότητα (ΕΑ) δηλαδή η μείωση κατά 20% της κατανάλωσης ενέργειας.

Η παρούσα κατάσταση

Η έκθεση της ΕΥΠ αναδεικνύει δύο κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν τη διαφαινόμενη τάση: τη σταθερά αυξανόμενη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύνολο και τη μείωση της κατανάλωσης στα περισσότερα κράτη-μέλη την τελευταία δεκαετία. Το θετικό αποτέλεσμα των δύο αυτών παραγόντων υπερκαλύπτει τις επιδράσεις αρνητικών παραγόντων που οδηγούν σε αυξημένες εκπομπές ΑΘ, όπως η δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων (κυρίως λιγνίτη) σε κάποιες χώρες της Ένωσης. Οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν, επίσης, την κατανάλωση ενέργειας και την παραγωγή αερίων ρύπων. Για παράδειγμα, ο ιδιαίτερα ψυχρός χειμώνας του 2010 οδήγησε σε αυξημένη παραγωγή ΑΘ (η μόνη χρονιά μεταξύ 2005 και 2013 κατά την οποία καταγράφηκε αύξηση), ενώ τα θερμά έτη 2013 και 2014 έφεραν μείωση των εκπομπών ΑΘ.

Η έκθεση καταγράφει επίσης την πρόοδο των κρατών-μελών προς τη επίτευξη των εθνικών στόχων για το κλίμα και την ενέργεια ως το 2020. Εδώ υπάρχουν σημαντικές διαφορές:

  • 24 χώρες φαίνεται ότι θα επιτύχουν το στόχο μείωσης των ΑΘ – εξαιρέσεις η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο.
  • 20 χώρες φαίνεται ότι θα επιτύχουν το στόχο συμμετοχής των ΑΠΕ – εξαιρέσεις η Δανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
  • 20 χώρες φαίνεται ότι θα επιτύχουν το στόχο ΕΑ – εξαιρέσεις το Βέλγιο, η Εσθονία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πολωνία και η Σουηδία.

Συνολικά 13 κράτη-μέλη φαίνεται ότι θα επιτύχουν τους εθνικούς στόχους και στους τρεις τομείς, σε σύγκριση με μόλις 9 το 2014.

Ειδικότερα:

  • Οι εκπομπές ΑΘ ήταν χαμηλότερες κατά 19,8% από το επίπεδο του 1990 ήδη το 2013. Εκτιμάται ότι αν τα κράτη-μέλη συνεχίσουν την εφαρμογή των μέτρων που έχουν λάβει η μείωση μπορεί να φτάσει το 24-25% έως το 2020. Σύμφωνα με τις εθνικές αναφορές, το 2014 ήταν ιδιαίτερα καλή χρονιά καθώς η ετήσια παραγωγή Αθ ήταν κατά 23% μικρότερη από το επίπεδο του 1990 (24% αν αφαιρεθούν οι ρύποι της διεθνούς αεροπλοΐας), ενώ οι καλές καιρικές συνθήκες, σχεδόν σε όλη την ήπειρό μας, μείωσαν της ανάγκες θέρμανσης.
  • Η προσθήκη των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης συνεχίζεται με αυξανόμενο ρυθμό και η συμμετοχή τους στη συνολική κατανάλωση ενέργειας το 2013 είχε φτάσει στο 15%, ποσοστό υψηλότερο από ότι προβλέπουν τα περισσότερα εθνικά σχέδια δράσης. Η επίτευξη του στόχου φαίνεται εφικτή, παρ’ όλα αυτά, όσο πλησιάζουμε το 2020, οι δυσκολίες αυξάνουν καθώς πρέπει πλέον να υλοποιηθούν δαπανηρότερα έργα ενώ διατηρούνται ακόμη «οροφές»και περιορισμοί στην αγορά σε αρκετά κράτη-μέλη.
  • Από το 2005, οι χώρες της ΕΕ μειώνουν σταθερά την κατανάλωση ενέργειας με ρυθμό που, αν συνεχιστεί, θα οδηγήσει σε επίτευξη του στόχου για το 2020. Πιθανό πρόβλημα αποτελεί η αργή εφαρμογή της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας σε κάποια κράτη-μέλη. Το 2014 η συνολική κατανάλωση ήταν μικρότερη από εκείνη του 2013, κυρίως λόγω του θερμότερου χειμώνα.

Οι στόχοι για το 2030

Το 2014, το Συμβούλιο της Ευρώπης συζήτησε το πλαίσιο των κλιματικών και ενεργειακών πολιτικών πέραν του 2020 και ενέκρινε νέους στόχους και στους τρεις τομείς για το 2030. Το 2015 η ΕΕ υιοθέτησε νέα Ενωσιακή Ενεργειακή Πολιτική που θα εξασφαλίσει επάρκεια ενέργειας, με προσιτό για τους πολίτες κόστος και τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του κλίματος.

Αν και οι συνολικές προβλέψεις δείχνουν περαιτέρω μείωση των εκπομπών ΑΘ μετά το 2020, σύμφωνα με την έκθεση οι ενδείξεις από τα κράτη-μέλη δείχνουν ότι ο ρυθμός της μείωσης θα επιβραδυνθεί. Εκτιμάται ότι η μείωση το 2030 τελικά θα κυμανθεί μεταξύ 27% και 30% σε σχέση με το επίπεδο του 1990, αρκετά μικρότερη από το 45% που έχει τεθεί ως στόχος. Ας σημειωθεί όμως ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν συνυπολογίζουν την αναμόρφωση του ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Ρύπων που συμφωνήθηκε πρόσφατα, καθώς και νέες πολιτικές που συζητούνται στα όργανα της ΕΕ (π.χ. μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σε πολλούς τομείς, ιδιαίτερα των μεταφορών). Ούτε και τις διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη για να συμπεριληφθούν στο πλαίσιο περιορισμού των εκπομπών ΑΘ οι χρήσεις γης και η δασοκομία.

Αν διατηρηθεί ο τρέχων ρυθμός ενσωμάτωσης ΑΠΕ, ο στόχος συμμετοχής τους σε ποσοστό 27% κατ’ ελάχιστον μέχρι το 2030 στη συνολική κατανάλωση ενέργειας φαίνεται εφικτός, παρά τους εμπορικούς και άλλους περιορισμούς και την περικοπή των επιδοτήσεων σε κάποιες χώρες.

Τέλος, η ανάκαμψη πολλών ευρωπαϊκών οικονομιών σημαίνει ότι θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα και, ενδεχομένως, νέες πολιτικές ώστε η κατανάλωση ενέργειας να συνεχίσει να μειώνεται με στόχο να είναι το 2030 μικρότερη κατά 27% από το επίπεδο του 1990.

Στο δρόμο για το 2050

Εκτός από τους εσωτερικούς στόχους για το 2030, η ΕΕ συμμετέχει και στη διεθνή προσπάθεια να περιοριστεί η μέση παγκόσμια αύξηση θερμοκρασίας κάτω από τους 2 °C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή. Ο επιθυμητός στόχος για το 2050 είναι η μείωση των ευρωπαϊκών εκπομπών αερίων ρύπων κατά 80% σε σχέση με το 1990.

Αν και τα κράτη-μέλη, αλλά και η ΕΕ συνολικά, σημειώνουν σταθερή πρόοδο σε σχέση με τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής, θα πρέπει να καταβάλουν σημαντικά μεγαλύτερη προσπάθεια για να κατακτήσουν τους στόχους που έχουν τεθεί για το 2050. Για παράδειγμα, ο ρυθμός μείωσης της παραγωγής ΑΘ που χρειάζεται για να μεταβούμε από τον στόχο του 2030 (-40% σε σχέση με το 1990) σε εκείνον του 2050 (τουλάχιστον -80% σε σχέση με το 1990) θα πρέπει να είναι δύο με τρεις φορές ταχύτερος από αυτόν που εξασφαλίζει τη μετάβαση από το τρέχον επίπεδο στον στόχο του 2030. Ο δε τελευταίος θα πρέπει να είναι ταχύτερος από το ρυθμό μείωσης από το 1990 μέχρι σήμερα.

Για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις η ΕΕ πρότεινε, το 2011, έναν «οδικό χάρτη» που θα οδηγήσει σε ανταγωνιστική οικονομία «χαμηλού άνθρακα» έως το 2050. Τα κράτη-μέλη διαμορφώνουν πλέον στρατηγικές με συγκεκριμένα βήματα που θα μετατρέψουν τις μακροπρόθεσμες πανευρωπαϊκές φιλοδοξίες σε εθνικές και τοπικές δράσεις. Αυτές οι εθνικές στρατηγικές υποβλήθηκαν για πρώτη φορά στην Επιτροπή το 2015 και θα αξιολογηθούν από την ΕΥΠ το 2016.

Η σταθερή και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προόδου στους τρεις τομείς της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής είναι δύσκολη, καθώς τα κράτη-μέλη χρησιμοποιούν συχνά διαφορετικές (και ανόμοιες) παραμέτρους για τις εκτιμήσεις και τις αναφορές προόδου τους, ενώ δεν λείπουν και οι πολιτικές σκοπιμότητες. Για να εξασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων η ΕΕ αναφέρει ότι θα διαμορφώσει ένα νέο, πιό αξιόπιστο και διαφανές σύστημα διακυβέρνησης που θα εξορθολογίσει τις υποχρεώσεις σχεδιασμού και αναφορών των κρατών-μελών, και θα αξιολογεί την πρόοδο με συγκρίσιμα και αξιόπιστα στοιχεία.

Θα κατακτηθούν άραγε οι στόχοι ή μήπως είναι υπερβολικά φιλόδοξοι; Ο χρόνος θα δείξει.