A subject to be avoided at all costs.

ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΠΟΥ “ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ”.

 

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαπραγματεύεται, από τον Μάιο του 2009, τη σύναψη Συνολικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας (Comprehensive Economic and Trade Agreement – CETA) με τον Καναδά. Αρχικά η συμφωνία επρόκειτο να υπογραφεί στο τέλος του 2011, οι διαπραγματεύσεις όμως βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη, ενώ η επίσκεψη του Επιτρόπου Εμπορίου Karel De Gucht στην Οτάβα στις αρχές Μαρτίου δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η συμφωνία έχει «κολλήσει» στις διαπραγματεύσεις για τα Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης, τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, την αλιεία, τις δημόσιες συμβάσεις και την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων.

Αυτή θα είναι η πρώτη συμφωνία απελευθέρωσης συναλλαγών μεταξύ της Ένωσης και τρίτης χώρας, μέλους του G8, και προβλέπει την κατάργηση των δασμών για το 98% των ευρωπαϊκών προϊόντων, γεγονός που θα έχει επιφέρει μείωση τιμής 3-5% σε πολλά καταναλωτικά αγαθά. Χάρη σε αυτήν οι Καναδοί θα αποκτήσουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, που αντιπροσωπεύει 500 εκατ. καταναλωτές σε 27 χώρες. Αυτή τη στιγμή η ΕΕ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εμπορική εταίρος του Καναδά μετά τις ΗΠΑ, ενώ ο Καναδάς είναι ο ενδέκατος μεγαλύτερος εταίρος της ΕΕ. Οι εξαγωγές της ΕΕ προς τον Καναδά φτάνουν τα 26,6 δισ. Ευρώ, και οι εισαγωγές της από εκεί τα 20,1 δισ. ευρώ (στοιχεία 2010).

Η «ευρύτατη και ιδιαίτερα φιλόδοξη» αυτή συμφωνία που, σύμφωνα με τον εισηγητή της Τσέχο ευρωβουλευτή Peter Šťastný, «… αποτελεί εργαλείο ανάπτυξης και απασχόλησης, ιδιαίτερα σε δύσκολους οικονομικά καιρούς» κρύβει στα «ψιλά γράμματα» ένα τεράστιο κίνδυνο.

Αυτός είναι η συμφωνία προστασίας επενδύσεων, και συγκεκριμένα η ρήτρα προστασίας των επενδυτών με μηχανισμό διεθνούς διαιτησίας για τη διευθέτηση διαφωνιών. Η ρήτρα αυτή προστέθηκε από τους Καναδούς διαπραγματευτές στο πρότυπο αντίστοιχης ρήτρας της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής (North American Free Trade Agreement – NAFTA). Βάσει αυτής, οποιοσδήποτε ιδιώτης επενδυτής θίγεται από κάποιο νέο νόμο για την προστασία του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας, των κοινωνικών δικαιωμάτων κ.λπ., μπορεί να ζητεί την κατάργησή του. Η προσφυγή δεν γίνεται σε εθνικά ή ευρωπαϊκά δικαστήρια, ούτε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, αλλά σε ειδικές νομικές επιτροπές, όπως το Παγκόσμιο Διαιτητικό Δικαστήριο. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε κρίσιμες νομοθεσίες οι αποφάσεις συχνά δικαιώνει τις εταιρίες, οι οποίες με τον τρόπο αυτό μπορούν να παρακάμψουν τους εθνικούς νόμους.

Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Η χημική βιομηχανία Ethyl παρήγαγε ένα πρόσθετο βενζίνης, το ΜΜΤ, που απαγορεύθηκε στον Καναδά για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Η Ethyl μήνυσε τον Καναδά στην ειδική επιτροπή, όπως προέβλεπε η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής. Η υπόθεση εκδικάστηκε με βάση αντίστοιχη διάταξη της  NAFTA, ο Καναδάς κατέληξε σε συμβιβασμό και πλήρωσε περίπου 16 εκατομμύρια δολάρια για τη ζημιά που υπέστη η υπόληψη της εταιρείας. Επίσης υποχρεώθηκε να ανακοινώσει ότι το ΜΜΤ δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον και να άρει την απαγόρευση. Η μεταλλευτική εταιρία Bilcon μήνυσε επίσης τον Καναδά, το 2008, ζητώντας αποζημίωση 188 εκ. δολαρίων για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων που εμπόδισε τη λειτουργία ενός λατομείου βασάλτη στη Nova Scotia. H απόφαση εκκρεμεί.

Η πολυεθνική καπνοβιομηχανία Philip Morris μήνυσε την Αυστραλία βασισμένη σε μια παρόμοια συμφωνία προστασίας επενδύσεων, που είχε περιληφθεί στη διμερή επενδυτική συνθήκη της Αυστραλίας με το Hong Kong το 1993. Ο αντικαπνιστικός νόμος που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο της Αυστραλίας το 2011, έθεσε περιορισμούς στη χρήση των λογοτύπων των καπνοβιομηχανιών στις συσκευασίες των τσιγάρων και αύξησε το μέγεθος των προειδοποιητικών ενδείξεων για τους κινδύνους στην υγεία. Η Philip Morris υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο θα μείωνε την αξία των επενδύσεών της στα εμπορικά σήματα και άλλα πνευματικά δικαιώματα. Η υπόθεση εκκρεμεί ακόμα.

Πιο κοντά μας, η σουηδική εταιρεία Vattenfall μήνυσε, το 2009, τη Γερμανία σχετικά με τους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Αμβούργο, ζητώντας αποζημίωση ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Η διένεξη τερματίστηκε με υποχώρηση της Γερμανίας. Η ίδια εταιρεία μήνυσε ξανά τη Γερμανία, το 2012, για την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να κλείσει τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας, ζητώντας αποζημίωση 700 εκ. ευρώ για το κλείσιμο δύο πυρηνικών της μονάδων. Και αυτή η απόφαση εκκρεμεί.

Οι νομικές δαπάνες μιας τέτοιας  διένεξης μπορεί να είναι ιδιαίτερα υψηλές. Υπάρχουν παραδείγματα κρατών μελών της Ε.Ε. που πλήρωσαν 10 έως 15 εκατομμύρια δολάρια ανά υπόθεση για την υπεράσπισή τους. Οι ειδικές αυτές επιτροπές αποτελούνται από δικηγόρους-διαιτητές που λειτουργούν χωρίς τις εγγυήσεις του ευρωπαϊκού δικαστικού συστήματος (αρχή της αμεροληψίας), ενώ κατά κανόνα δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης έφεσης. Επίσης, οι διαιτητές μπορούν να έχουν πολλαπλούς ρόλους (διαιτητές σε μια υπόθεση, ενάγοντες σε άλλη), γεγονός που οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων.

Αν η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Καναδά εγκριθεί ως έχει, οι καναδικές εταιρείες (αλλά και κάθε εταιρεία που θα ανοίξει μια θυγατρική στον Καναδά) θα μπορούν να προσβάλουν και, ενδεχομένως, να ακυρώσουν αποφάσεις της διοίκησης, αλλά και κάθε ευρωπαϊκό, εθνικό ή περιφερειακό νόμο για κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά θέματα που θα κρίνουν επιζήμιο για τις επενδύσεις τους. Αυτό διαβρώνει τη δυνατότητα των ευρωπαϊκών οργάνων, κυβερνήσεων και κοινοβουλίων να θεσπίζουν κανόνες, και υπονομεύει την υποχρέωση των κρατών να νομοθετούν για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τα κράτη που μηνύονται υποχρεώνονται να καταβάλουν υπέρογκα δικαστικά έξοδα για την υπεράσπισή τους και, αν χάσουν, να καταργήσουν τους «ενοχλητικούς» νόμους και να αποζημιώσουν τους επενδυτές με τεράστια ποσά από τα δημόσια ταμεία. Αυτό σημαίνει ακραίο κόστος για τα κράτη μέλη σε μια περίοδο δημοσιονομικής στενότητας.

Φυσικά, η συμφωνία αυτή θα αποτελέσει το πρότυπο που θα ακολουθήσουν όλες οι μετέπειτα εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ (με ΗΠΑ, Ινδία, Σιγκαπούρη κ.ά.), όπως συμβαίνει και με τα πρότυπα του Διατροφικού Κώδικα (δείτε σχετικά στο τεύχος 128).

Οι φωνές που προειδοποιούν και διαμαρτύρονται δεν είναι πολλές αλλά αυξάνονται. Ο ευρωβουλευτής Κρίτων Αρσένης αρθρογραφεί σχετικά (από τα κείμενά του είδα το θέμα), ενώ σε περσινή συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο ο Paul Murphy ανέφερε ότι «… οι διαπραγματεύσεις για την εμπορική συμφωνία ΕΕ-Καναδά κατευθύνθηκαν από μεγάλες ευρωπαϊκές και καναδικές πολυεθνικές που επιδιώκουν να έχουν πρόσβαση στην αγορά βασικών δημοσίων υπηρεσιών ώστε να μπορούν να επωφελούνται σε βάρος των εργαζομένων και των καταναλωτών …». Στις 5 Φεβρουαρίου 2013, τριάντα οργανώσεις από την Ευρώπη, είκοσι τρεις από τον αγγλόφωνο Καναδά και ισάριθμες από το Κεμπέκ δημοσιοποίησαν κοινή δήλωση ενάντια στα «υπερβολικά εταιρικά δικαιώματα» που περιλαμβάνονται στην υπό διαπραγμάτευση συμφωνία. Σε αυτήν αναφέρεται ότι η συμφωνία «… θα άλλαζε ριζικά το πρόσωπο της Ευρώπης και του Καναδά, με δεδομένο ότι καμία σφαίρα δραστηριότητας δεν βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας της. Θα άλλαζαν οι κανόνες που διέπουν τις δημόσιες προμήθειες, την προστασία της εργασίας και τα περιβαλλοντικά στάνταρ, και θα επηρεάζονταν πολιτικές που εκτείνονται από την παραγωγή τροφής και την προστασία του πολιτισμού έως τις τηλεπικοινωνίες, το νερό και τους φυσικούς πόρους … προς όφελος των μεγάλων ιδιωτών επενδυτών …». Τους τελευταίους μήνες έχουν εμφανιστεί και κάποιες αναφορές σε ελληνικά μπλογκς, κυρίως λόγω τις εμπλοκής καναδικών μεταλλευτικών εταιριών στο θέμα του χρυσού σε Χαλκιδική και Θράκη.

Η προβληματική φύση της συγκεκριμένης ρήτρας υπογραμμίζεται και από την  ίδια τη μελέτη των επιπτώσεων της εμπορικής συμφωνίας, η οποία χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η εκτίμηση των επιπτώσεων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή η ρήτρα δεν είναι επωφελής ούτε περιβαλλοντικά, ούτε κοινωνικά, ούτε οικονομικά, και υπογραμμίζει τη μεγάλη απειλή που αποτελεί για την ίδια την κυριαρχία των κρατών.

Η εμπορική συμφωνία με τον Καναδά προβλέπεται ότι θα ολοκληρωθεί μέσα στο πρώτο μισό του 2013. Αν εγκριθεί από τις κυβερνήσεις θα έρθει προς ψήφιση στο ευρωπαϊκό και μετά στα εθνικά κοινοβούλια. Και αν δεν διαδοθεί η είδηση, αν δεν υπάρξει αντίδραση και πίεση από τους πολίτες είναι πολύ πιθανό να υπερψηφιστεί.

Οπότε, όπως γράφει ο Κ. Αρσένης, «… με δημοκρατικό τρόπο θα αποφασίσουμε την παραχώρηση νομοθετικών εξουσιών στις εταιρείες».