COP21 World Convention on climate

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΙΜΑ

 

Αναμφισβήτητα το κορυφαίο περιβαλλοντικό γεγονός της χρονιάς που πέρασε ήταν η διάσκεψη της Σύμβασης-Πλαίσιο των Ηνωμένων Eθνών για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework-Convention on Climate Change – UNFCCC) που έγινε στο Παρίσι μεταξύ 30ης Νοεμβρίου και 12ης Δεκεμβρίου. Ήταν η 21η ετήσια Διάσκεψη των Μερών της UNFCCC ( COP21) και η 11η Συνάντηση των Μερών του Πρωτοκόλλου του Κιότο (CMP11).

Μετά από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις οι εκπρόσωποι των 195 χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη κατέληξαν σε μια συμφωνία 31 σελίδων που θέτει στόχους φιλόδοξους πέρα από το αναμενόμενο. Αυτή είναι η πρώτη συμφωνία που δεσμεύει σχεδόν όλα τα κράτη της Γης στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή αν αναλογιστούμε τις πολλές αποτυχημένες διασκέψεις της UNFCCC μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Κιότο (1997), και ιδιαίτερα τη διάσκεψη της Κοπεγχάγης (2009) όταν 15.000 συμμετέχοντες και 110 ηγέτες από 196 χώρες συζητούσαν επί 15 ημέρες χωρίς να καταλήξουν σε πρακτικό αποτέλεσμα.

Μακροπρόθεσμα αποφασίστηκε η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας να διατηρηθεί αρκετά κάτω των 2οC και να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να είναι μικρότερη του 1,5οC σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή ως το τέλος του αιώνα[1]. Αυτό αποτελούσε πάγιο αίτημα φορέων και ΜΚΟ όλου του κόσμου, αλλά και νησιωτικών κρατών που θα εξαφανιστούν, κυριολεκτικά, από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας με αύξηση θερμοκρασίας μεγαλύτερη του 1,5οC[2].

Είναι πολύ σημαντικό ότι οι εθελοντικές Εθνικές Συνεισφορές (INDCs)[3] 146 κρατών που είχαν υποβληθεί ως την 1η Οκτωβρίου 2015 δείχνουν πως, αν τηρηθούν πλήρως, θα οδηγήσουν σε αύξηση της θερμοκρασίας της Γης κατά 2,7οC μέχρι το 2100. Συνεπώς, η απόφαση των συμμετεχόντων κρατών σημαίνει ότι είναι διατεθειμένα να λάβουν πολύ δραστικότερα μέτρα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από αυτά που εφαρμόζουν ή για τα οποία έχουν δεσμευτεί ως τώρα.

Ως και το μέσο της διάσκεψης φαινόταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία, μέχρι που η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Κίνα, οι μεγαλύτεροι ρυπαντές του πλανήτη, γεφυρώνοντας τις διαφορές τους, αποφάσισαν να στηρίξουν το αίτημα των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών και της κοινωνίας των πολιτών για αναθεώρηση του στόχου σε 1,5oC. Μεγάλες αντιρρήσεις προέβαλαν οι χώρες του Κόλπου, που δραστηριοποιούνται έντονα στις εξαγωγές πετρελαίου, με προεξάρχουσα τη Σαουδική Αραβία. Η Ινδία, που υποστηρίζει ότι οι πιο πλούσιες χώρες πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο του βάρους για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, προσέφερε υπό όρους την υποστήριξή της στην πρόταση για τον στόχο του 1,5οC.

Σύμφωνα με τον ερευνητικό οργανισμό Global Carbon Project οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2000 ήταν αυξημένες παγκόσμια κατά 29% σε σχέση με το 1990 και το 2008 αυξημένες κατά 41%. Η έκθεση για το 2015 του ίδιου οργανισμού[4] αναφέρει ότι οι εκπομπές CO2 από την καύση ορυκτών καυσίμων και την παραγωγή τσιμέντου (που αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου των εκπομπών CO2) το 2014 ήταν οι υψηλότερες στην ανθρώπινη ιστορία και κατά 60% ψηλότερες από τα επίπεδα του 1990 (έτος αναφοράς του Πρωτοκόλλου του Κιότο).

Παρ’ όλα αυτά, οι σθεναρές αντιρρήσεις αρκετών κρατών, μεταξύ των οποίων η Κίνα και η Ινδία που είναι σήμερα πρώτη και τέταρτη αντίστοιχα στον κατάλογο των μεγαλύτερων ρυπαντών, δεν επέτρεψαν τελικά την υιοθέτηση σαφών διατυπώσεων για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα ή για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το 2050 μέχρι και 95% σε σχέση με το 2010, όπως είχε προταθεί. Έτσι, το τελικό κείμενο αναφέρεται σε «… ισορροπία μεταξύ πηγών παραγωγής και απορρόφησης ανθρωπογενών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στο δεύτερο μισό του αιώνα …» Αν και η τελική διατύπωση δεν αποκλείει τη χρήση ορυκτών καυσίμων στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, η δέσμευση στον στόχο του 1,5οC θα επιβάλει αντισταθμιστικές εφαρμογές παράλληλα με τη χρήση τους. Θα πρέπει, για παράδειγμα, να δημιουργούνται νέες δασικές εκτάσεις που θα δεσμεύουν διοξείδιο του άνθρακα αντίστοιχο των εκπομπών, ή να γίνεται αποθήκευση άνθρακα που όμως ακόμη υποστηρίζεται από δαπανηρή και πολύ αμφίβολη τεχνολογία. Αυτό σίγουρα θα οδηγήσει σε ταχύτερη στροφή προς την καθαρή ενέργεια και την ενεργειακή αποδοτικότητα.

Η συμφωνία προβλέπει μια περιοδική διαδικασία ελέγχου και αναθεώρησης των στόχων και των πολιτικών. Η καταγραφή της παρούσας κατάστασης με παγκόσμια διαβούλευση θα γίνει το 2018 και η αναθεώρηση των INDCs βάσει αυτής της καταγραφής θα γίνει το 2020. Η διαδικασία αυτή θα  επαναλαμβάνεται κάθε 5 χρόνια. Υπογραμμίζεται επίσης η σημασία του μετριασμού για τη μείωση των αναγκών σε μέτρα προσαρμογής και ενθαρρύνονται οι διακρατικές συνεργασίες για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ενώ προβλέπεται και η προώθηση της ενεργού συμμετοχής Δήμων, εταιριών, αλλά και πολιτών στην ταχύτερη μεταβαση σε οικονομίες καθαρής ενέργειας.

Καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία της συμφωνίας και ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στις διαπραγματεύσεις ήταν το θέμα της διαφάνειας των ελέγχων της συμμόρφωσης και των επιδόσεων των κρατών. Αν και η ΕΕ και ΗΠΑ, κυρίως, επεδίωξαν την καθιέρωση ενιαίου συστήματος καταγραφής και ελέγχου των εκπομπών οι μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες αντιστάθηκαν ως το τέλος, θεωρώντας κάτι τέτοιο ως απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας. με αποτέλεσμα να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στην προσπάθεια. Έτσι, δυστυχώς, το τελικό κείμενο είναι μια γενικόλογη περιγραφή που δεν κωδικοποιεί αναλυτικά τα στοιχεία του ελέγχου των εκπομπών και δεν προβλέπει συνέπειες σε περίπτωση μη συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις. Πάντως προβλέπεται ότι ο έλεγχος θα γίνεται σύμφωνα με πρακτικές που θα εγκρίνονται από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Chnage – IPCC) και θα επικυρώνονται από την COP21.

Μεγάλο «αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις ήταν ο επιμερισμός του κόστους των μέτρων μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Οι αναπτυγμένες χώρες προσπάθησαν να εμπλέξουν πολύ περισσότερο την Κίνα και την Ινδία, οι οποίες, αν και κατατάσσονται στις αναπτυσσόμενες χώρες, είναι μεγάλοι ρυπαντές. Οι αναπτυσσόμενες χώρες αντέτειναν τις ευθύνες των πρώτων για την κλιματική αλλαγή και η άποψή τους τελικά επικράτησε. Τα αναπτυγμένα κράτη δεσμεύονται πλέον νομικά να παρέχουν οικονομική βοήθεια στα αναπτυσσόμενα, ενώ μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, θα συμμετέχουν στη χρηματοδότηση εθελοντικά. Πάντως δεν υπάρχει σαφής δέσμευση για το ύψος της ετήσιας χρηματοδότησης (θα συμφωνηθεί ως το 2025) αλλά αναφέρονται ως ελάχιστο ποσό τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια.

Σημαντικό επίσης στοιχείο είναι ότι, για πρώτη φορά, αναφέρεται ξεχωριστά τo θέμα της αντιμετώπισης επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στα κράτη της AOSIS και τις πιο ευάλωτες χώρες του πλανήτη που πλήττονται άμεσα και δραματικά χωρίς να έχουν συνεισφέρει καθόλου στη δημιουργία του προβλήματος. Η αναγνώριση όμως αυτή συνοδεύεται από βαρύ τίμημα: τη διαβεβαίωση πως οι ευάλωτες χώρες δεν θα προσφύγουν νομικά κατά των ανεπτυγμένων, οι οποίες είναι κύρια υπεύθυνες για την παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου ως τώρα. Επίσης, δεν υπάρχει καμία ξεκάθαρη αναφορά για προτεραιότητα των χωρών αυτών στη χρηματοδότηση από το Πράσινο Κλιματικό Ταμείο.

H συμφωνία της COP21 θα είναι ανοιχτή για υπογραφή στη Νέα Υόρκη για ένα έτος (22/4/ 2016 – 21/4/2017 και, όπως και το Πρωτόκολλο του Κιότο θα ισχύσει 31 μέρες μετά την επικύρωσή της από τουλάχιστον 55 κράτη που θα καλύπτουν το 55% των παγκοσμίων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι της απόφασης άρχισαν αντιδράσεις, που εστιάζονται κυρίως στις γενικόλογες διατυπώσεις, στην έλλειψη σαφών δεσμεύσεων σε αρκετούς τομείς και στη σχετική απροθυμία των αναπτυγμένων κρατών να αναλάβουν το βάρος (οικονομικό αλλά και πολιτικών αποφάσεων) που τους αναλογεί. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι ο στόχος των 2oC, πόσο μάλλον του 1,5oC, είναι ανέφικτος με την παρούσα κατάσταση και τις υπάρχουσες τεχνολογίες και άρα υποκριτικός, και χρησιμοποιείται ως «άλλοθι» από τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών

Σίγουρα η συμφωνία του Παρισιού δεν δίνει τη «μαγική» λύση για την επιβίωση του πλανήτη απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Είναι όμως πρώτη φορά που η συνολική δέσμευση δείχνει την καθολική αναγνώριση του προβλήματος και την γενική διάθεση αντιμετώπισής του. Σε πολιτικό επίπεδο, η απόφαση αυτή στέλνει και ένα σαφές μήνυμα στις αγορές και τους επενδυτές ότι το μέλλον ανήκει στην καθαρή ενέργεια.

Στο πλαίσιο της διάσκεψης ανακοινώθηκαν και άλλες πρωτοβουλίες που δείχνουν μια πρωτόγνωρη παγκόσμια κινητοποίηση. Σε όλο τον κόσμο 360 πόλεις (συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας) υπέγραψαν το «Σύμφωνο των Δημάρχων» (Compact of Mayors) για τον έλεγχο και τη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου[5]. Στις πόλεις αυτές ζουν 343 εκατομμύρια κάτοικοι υπολογίζεται ότι οι πόλεις αυτές μπορούν συνολικά να μειώσουν τις εκπομπές κατά 739 εκατομμύρια τόνους το 2030 και κατά 9 δισεκκατομύρια τόνους μεταξύ 2010-2030. Περισσότερες από 150 εταιρίες των ΗΠΑ (με σχεδόν 11 εκατομμύρια υπαλλήλους και συνολικά ετήσια έσοδα 4,2 τρισεκατομμύρια δολάρια) δεσμεύτηκαν να στηρίξουν δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής. Κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας επιχειρηματικότητας (όπως ο Bill Gates, ο Richard Branson ιδρυτής του Virgin Group, ο Jeff Bezos ιδρυτής του Amazon, κ.ά.) δημιούργησαν το Ίδρυμα Breakthrough Energy Coalition για να για να στηρίξουν οικονομικά και να επιταχύουν την έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογιών καθαρής ενέργειας[6].

Αν σε αυτά προσθέσουμε και την κινητοποίηση πάνω από 6 εκατομμυρίων πολιτών σε όλο τον κόσμο που απαίτησαν και πίεσαν με πικοίλους τρόπους για τη λήψη αποφάσεων στο Παρίσι, το τελικό μήνυμα είναι ελπιδοφόρο.

Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια και ενεργοποίηση όλων, ο πλανήτης μας όμως μπορει ακόμη να σωθεί!

Σημειώσεις

[1] Η επιστημονική κοινότητα και τα αναπτυγμένα κράτη έχουν αποδεχτεί ότι οι 2oC είναι το όριο πέρα από το οποίο η αύξηση της μέσης μέγιστης θερμοκρασίας του πλανήτη (σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή) θα οδηγήσει σε καταστροφικές αλλαγές που περιλαμβάνουν απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα, ξηρασία και ερημοποίηση, εξαφάνιση ειδών, πλημμύρες και άνοδο της στάθμης των θαλασσών που θα κατακλύσει παράκτιες περιοχές αλλά και ολόκληρα νησιωτικά κράτη. Ο στόχος αυτός είχε υιοθετηθεί το 2010 στη διάσκεψη του Κανκούν (COP16), ενώ η συμφωνία της Κοπεγχάγης προέβλεπε επανεξέταση το 2015 για πιθανή επιδίωξη διατήρησης της μέγιστης μέσης παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από 1,5° C σύμφωνα με τις νέες επιστημονικές γνώσεις.

[2] Το 1990 ιδρύθηκε από 39 μικρά νησιωτικά ή παράκτια κράτη η διακυβερνητική οργάνωση «Συμμαχία Μικρών Νησιωτικών Κρατών» (Alliance of Small Island States – AOSIS). Κύριο αίτημά της είναι ο περιορισμός της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 1,5° C ώστε να μην εξαφανιστούν. Κυριολεκτικά. Σύνθημά τους: 1,5 για να μείνουμε ζωντανοί. Στην AOSIS συμμετέχουν πλέον και 80 λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και η παρουσία της είναι πολύ δυναμική στα σχετικά παγκόσμια fora. Αξίζει τον κόπο να επισκεφτείτε την πολύ ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα της www.aosis.org.

[3] Στο πλαίσιο της UNFCCC και σε προετοιμασία της διάσκεψης οι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες υπέβαλαν τις δεσμεύσεις τους για μέτρα και πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μετά το 2020. Αυτές οι δεσμεύσεις ονομάζονται Σκοπούμενες Εθνικές Συνεισφορές (Intended Nationally Determined Contributions – INDCs) και αντικατοπτρίζουν τους στόχους κάθε χώρας για τον περιορισμό των εκπομπών ρύπων, την αντιμετώπιση επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά και την πιθανή βοήθεια που θα χρειαστούν από ή που μπορούν να προσφέρουν σε άλλες χώρες.

[4] http://www.globalcarbonproject.org/carbonbudget/15/hl-full.htm

[5] http://www.compactofmayors.org

[6] http://www.breakthroughenergycoalition.com